Περιδιάβαινε τα δρομάκια του νησιού, κάθε που η
αύρα του φθινοπώρου αγκάλιαζε την μοναξιά του.
Έτσι αισθανόταν όταν τελείωνε το καλοκαίρι. Η εργασία
του εποχιακή καθώς ήταν, αφορούσε τον χώρο της εστίασης.
Ειδικότερα τους τρείς πιο ζεστούς μήνες του χρόνου, δεν
προλάβαινε κυριολεκτικά να σερβίρει στα μαγαζιά όπου
απασχολούνταν τους τουρίστες.
Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, επισκεπτόταν τον τόπο όπου είχε
γεννηθεί και ζούσε. Η συνάθροιση αυτή ήταν αρκετή, ώστε για
ένα συγκεκριμένο διάστημα να του προκαλεί ιδιαίτερη ψυχολογική
πίεση και συνάμα παύση απ΄την κύρια ασχολία του.
Αυτή δεν ήταν άλλη απ΄την ζωγραφική. Λάτρευε να χρησιμοποιεί ως
μοντέλο στους πίνακες την φύση. Ιδιαίτερα δε ο συνδυασμός θάλασσας και
ουρανού ήταν ιδανικός ώστε να έχει έμπνευση. Ήταν χόμπι και εργασία, χωρίς
πολλές φορές να τα ξεχωρίζει. Θεωρούσε ότι η «ουσία» στον άνθρωπο, είναι η
απαρασάλευτη προσήλωση σε ότι πραγματικά αγαπάει. Ειδικά δε όταν λειτουργεί
άδολα.
Τα χρήματα που κέρδιζε απ΄τους καλοκαιρινούς μήνες, ήταν αρκετά ώστε να
εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του το υπόλοιπο του χρόνου. Το φθινόπωρο όμως
αποτελούσε γι’αυτόν την είσοδο στην μυσταγωγία της αγαπημένης του απασχόλησης.
Το βήμα που επιτάχυνε ακόμα περισσότερο την διαδικασία της διαφυγής, στον πρόναο
της λύτρωσης.