Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

"Moneyocracy"

Η επιστροφή του
στο σπίτι ήταν μιά μικρή Οδύσσεια.Κούραση λόγω φόρτου εργασίας στο γραφείο,φωνές των περαστικών , και μποτιλιάρισμα στον δρόμο
ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο.Γύρευε μερικές λέξεις για να θυμηθεί,πώς είναι άνθρωπος.Να αποδράσει απο την "φυλακή"της καθημερινότητας που βιώνε.Kυνήγι του χρήματος,προοπτική καριέρας και ψυχρής λογικής να περικλείουνε τα αισθήματα του.
Ξαφνικά ένας ζητιάνος βρέθηκε μπροστά του.Η έκπληξη του μεγάλωνε καθώς
προσπαθούσε με φωνές και χειρονομίες να τον διώξει.Μάταια όμως.Εκείνος
αμίλητος και ανένδοτος κρατούσε στα χέρια ένα πλακάτ με 2 λέξεις γραμμένες.
"Stop moneyocracy!"O οδηγός χαμογέλασε.Οι λέξεις που έψαχνε για να επαναπροσδιοριστεί ήταν απέναντι του.

"Σπασμένο κλειδί"-Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Τetartopress.gr



Ήταν σιωπηλός μπροστά απ’το τριώροφο κατάστημα ρούχων.

Το πρόσωπο του συσπώνταν σαν ένα σημάδι του χρόνου να εκρήγνυται.

Δύο χρόνια! Η απουσία του στην Γερμανία, έμοιαζε με αιώνα .Η απόπειρα

να χτίσει ένα ελπιδοφόρο αύριο είχε πέσει στο κενό.

Όπως και η ψυχολογία του. Το πατρικό του σπίτι, είχε αγοραστεί και στην συνέχεια

γκρεμιστεί από μεγάλη εταιρεία ρούχων λόγω χρεών της ταβέρνας που διατηρούσανε

οι γονείς του. Αυτοί πλέον ζούσανε σε ένα μικρό διαμέρισμα, με χαμηλό ενοίκιο και συντροφιά το παρελθόν. Αναμνήσεις ατελείωτες στο κάδρο του χρόνου.

Πελάτες κάθε ηλικίας μπαινόβγαιναν στο επιβλητικό κατάστημα, και δεν έδιναν σημασία

στην συναισθηματική φόρτιση ενός άρτι αφιχθέντα στην πόλη.40 χαρακιές στην μνήμη, όσα και τα χρόνια του. Εκεί είχε ζήσει από παιδί, μέχρι να μεταναστεύσει. Αναστέναξε

βαθιά, ως άλλη σταύρωση των μύχιων πόθων του.

Κρατούσε μια βαλίτσα με προσωπικά αντικείμενα, και τα γυαλιά ηλίου κάλυπταν την λάμψη

της απόγνωσης του. Οι «κόρες» των ματιών του γύρευαν τους εραστές τους. Ένα αισιόδοξο μέλλον. Η θέληση του όμως έμοιαζε με σπασμένο κλειδί. Όπως εκείνο που βρισκόταν στην τσέπη του παντελονιού, και είχε μείνει ανάμνηση από την πόρτα εισόδου

του πατρικού σπιτιού.

"Πρόβα πρωινού"-Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Tetartopress.gr



Η κάφτρα του τσιγάρου συντρόφευε λίγες σταγόνες

ουίσκι που είχε χυθεί έξω απ΄το ποτήρι του. Οι κόρες των

ματιών χόρευαν με την σιλουέτα της.

Ούτε καν της είχε ζητήσει το όνομα. Μια μάγισσα της νύχτας

στοίχειωνε την καθημερινή πρόβα πρωινού. Εκείνη που το έργο της τον είχε

μετατρέψει σε κομπάρσο της ζωής.

“Πρέπει να ξυπνήσω στις 06.30.Να πιώ τον καφέ μου και να φάω

δύο τόστ.Να πάω στο γραφείο με την μηχανή ,να καθίσω πίσω απ΄τον υπολογιστή, να…”.Γέλασε.

Γνώριζε την συνέχεια. Ως την ώρα που καθόταν μόνος αργά στο μπαρ

της χαμογέλασε. Πίσω από την μπάρα εκείνη ,μιλούσε με έναν πελάτη.

“Καλό βράδυ Νάνσυ” της είπε και δεν του έδωσε προσοχή. Κάθε γυναίκα

που συναντούσε είχε το όνομα του πόθου του. Εκείνου του ανεκπλήρωτου



που δεν πρόλαβε να ερωτευτεί ποτέ..

"Οκτώβρης στην Θεσσαλονίκη"-Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Tetartopress.gr



Η περιπλάνηση μου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης είχε μόλις

ξεκινήσει. Όταν περπατάω στην γενέθλια πόλη μου ,αυτό τον μήνα

νιώθω πραγματικά λυτρωτικά.

Όμορφη η καλημέρα σου, σκορπιέται στους γνώριμους περαστικούς

από την διάθεση που γεννοβολάει η εναλλαγή των χρωμάτων λόγω της αλλαγής

των εποχών. Από την ζέστη στον δροσερό Βαρδάρη, και από τους καρπούς των κλαδιών στα πεσμένα φύλλα των δέντρων. Περιδιαβαίνεις την πλατεία Ναυαρίνου, που σφύζει από νεολαία

και διαθέσεις. Αγχωτικές λόγω των καθημερινών προβλημάτων, μα και χαμογελαστές

όταν η πίστη σου σφίγγεται σαν χειραψία με έναν φίλο ή αγκαλιά με την κοπέλα σου.

Οκτώβρης! Η ανάσα του σε συνοδεύει στην βόλτα μέχρι την παραλία, όπου τα

κύματα του Θερμαϊκού μαλώνουν με το φώς του ήλιου ή του φεγγαριού για τον

θρόνο της πιο όμορφης φωτογραφίας.

Οκτώβρης! Κάτω απ’τον Λευκό Πύργο περιμένω το βράδυ να με συνοδεύσει μέχρι

το ξημέρωμα της Δευτέρας. Μια νέα μέρα θα αρχίσει μαζί της ακουμπισμένη στον ώμο σου



ενώ κοιτάζεστε αμίλητοι..

"Θεσσαλονίκη.."-Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Tetartopress.gr



Στον παφλασμό των κυμάτων του Θερμαϊκού έχουν στολιστεί

τα μαλλιά σου σαν νύφη απ’τις ευχές των περαστικών στις βόλτες τους. Ζευγάρια

έχουν ευχηθεί στο φώς του φεγγαριού ,και παιδιά ζητωκραυγάσει τον θαυμασμό

τους για το μπλέ σου φόρεμα.

Στις πλατείες και τα στενοσόκακα σου, έχω μεθύσει με τις παρέες μου ως

νιότης τραγούδι με τους ομορφότερους στίχους.

Απ’τα τείχη στην Άνω Πόλη, ο Βαρδάρης συνταιριάζει με την ματιά μου στο

στεφάνι του ουρανού. Από σύννεφα πλεγμένο που τα όνειρα στριμώχνονται, απομακρύνοντας τις καθημερινές γκρίζες σκέψεις.

Εδω γεννήθηκα και ανταμώνω τους μύθους και τα ψέματα της ζωής κάθε

μέρα. Ανταύγειες της νοσταλγίας, θωπεύουνε την διάθεση μου και διώχνω την θνητότητα

της στιγμής.



Θεσσαλονίκη..

"Η φωνή της"-Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Tetartopress.gr



Όταν ήμουνα παιδί άκουγα τους μεγαλύτερους, να αναφέρονται

στα μέσα μαζικής

επικοινωνίας . Δεν αντιλαμβανόμουνα πολλά.

Μέχρι όμως να ακούσω την φωνή της σε εκείνη την μικρή ορθογώνια συσκευή.

Το ραδιόφωνο που είχε αγοράσει ο πατέρας μου. Μεγαλώνοντας και αλλάζοντας τα

επίπεδα εκπαίδευσης απ’το δημοτικό έως και το πανεπιστήμιο ένιωθα από αγόρι να

γίνομαι άντρας και να ερωτεύομαι ουσιαστικά εκείνη που είχε αναλάβει μία μουσική

εκπομπή. Η Όλγα!

Το γεγονός ότι ασχολούνταν με την μετάδοση rock μουσικής ,αρχικά ήταν αδιάφορο για

τα αυτιά μου ανεξάρτητα εάν στην πορεία την αγάπησα. Περίμενα καρτερικά κάθε Τρίτη και Παρασκευή στις 21.00, για να μοιραστώ μαζί της χαρές και λύπες. Έστω νοητά! Η φράση της που είχα λατρέψει

ήταν μία:

«Καλησπέρα αγαπητές και αγαπητοί ταξιδιώτες των ήχων». Η ζωή όμως πάντα κρύβει εκπλήξεις, ανεξάρτητα αν μας αρέσουνε ή όχι. Δυστυχώς πρίν λίγες μέρες έγινε



γνωστό ότι μετά από 15 χρόνια η παρουσία της στον εν λόγω ραδιοφωνικό σταθμό τερματίστηκε. Οπως και η δική μου αναδρομή στις νότες του παρελθόντος ,που με συντρόφευαν με την βελούδινη χροιά της φωνής της.

"H δικτατορία της ευτυχίας"-Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Tetartopress.gr



Είχε μόλις βγεί απ’το κτίριο του Ο.Α.Ε.Δ.Η κούραση της αναμονής

προκειμένου να καταθέσει χαρτιά για εύρεση εργασίας, ήταν αποτυπωμένη

στο πρόσωπο του. Συνεπακόλουθα και η διάθεση του, ήταν ανάλογη.

Περπατούσε μπροστά από τα μαγαζιά ενός εμπορικού κέντρου ,όταν αντίκρισε

χαρούμενα πρόσωπα να μπαινοβγαίνουν σε αυτά. Στις στάσεις των λεωφορείων, τα χαμόγελα των μοντέλων στις διαφημίσεις έκαναν αισθητή την παρουσία τους.

Και να’ταν μόνο αυτό! Παρέες νεαρών κρατούσανε στις βόλτες τους κινητά τηλέφωνα

και ευθυμούσανε με τα εγκατεστημένα προγράμματα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Η έκπληξη που ένιωθε με βάση την διάθεση του, ήταν μεγάλη. Σύντομα κάθισε σε μία καφετέρια για να πιεί τον αγαπημένο εσπρέσο του.

Η σερβιτόρα που τον προσέγγισε για να λάβει την παραγγελία του ,ήταν εντυπωσιακή

και το πρόσωπο της ακτινοβολούσε λάμψη. Σύντομα μονολογούσε με απορία:

-Tι δυσάρεστα που νιώθω! Όλοι οι συμπολίτες μου μοιάζουν ευτυχισμένοι. Και εγώ;

Ένας ηλικιωμένος στο διπλανό τραπέζι που διάβαζε εφημερίδα, μέσα απ’τα γυαλιά του

τον παρατήρησε με προσοχή .Αντίκριζε ένα διαφορετικό κόσμο ,ερμηνεύσιμο βάσει της

εμπειρίας του. Δεν άργησε να του απευθυνθεί:

-Νεαρέ έχω ξαναδεί αυτή την έκφραση του προσώπου σου, πολλές φορές στην ζωή μου. Να



θυμάσαι τούτο: Όλοι είναι δυστυχισμένοι στην δικτατορία της ευτυχίας.

"Δώρο γενεθλίων"-Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Tetaropress.gr



Ήταν νευρικός και ανυπόμονος, καθισμένος μπροστά στον

ηλεκτρονικό υπολογιστή του. Λεπτομέρεια ασήμαντη για κάποιον

μη λάτρη της σύγχρονης τεχνολογίας. Ζωτικής σημασίας όμως για

έναν έφηβο χρήστη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Εδώ και πολλές ώρες καθώς «σερφάριζε» στο internet, είχε διαπιστώσει ότι η

ανάρτηση του με αντικείμενο ένα Ι-Phone δεν είχε κατορθώσει να ξεπεράσει

τον τριψήφιο αριθμό σε likes.Φαινόμενο ασυνήθιστο γι’αυτόν.

Επιπλέον είχε αντιληφθεί, ότι στο facebook οι «φίλοι» του είχανε μειωθεί κατά δύο.

Τα δάχτυλα του ερωτοτροπούσανε με το mouse διαρκώς, όπως και με το πληκτρολόγιο

αλλά οι απόπειρες να πετύχει τον καθημερινό στόχο του δεν καρποφορούσανε.

Όταν μάλιστα διαπίστωσε ότι μία «φίλη» του, τον είχε ξεπεράσει σε likes με την ανάρτηση

μιας φωτογραφίας όπου επεδείκνυε τα κάλλη της δεν άντεξε. Πέταξε το πληκτρολόγιο με

οργή στην οθόνη με αποτέλεσμα να την ραγίσει.

Έκλεισε τα μάτια και κοίταξε το ταβάνι κρατώντας το κεφάλι με τα χέρια. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα απρόσμενα χαμογέλασε. Η απότομη μεταβολή συμπεριφοράς είχε εξήγηση.

«Χα!Και τι έγινε; Αύριο θα πάω να αγοράσω με τις προσφορές των χειμερινών εκπτώσεων



έναν καινούργιο υπολογιστή .Ο προηγούμενος μετά από έναν χρόνο χρήσης πάλιωσε, και θέλω ένα νέο μοντέλο, πιο εξελιγμένο .Εξάλλου σε 3 μέρες έχω τα 17α γενέθλια μου!

"Απώλεια"-Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Tetartopress.



Πίσω απ’το παράθυρο του δωματίου της, μετρούσε

τους ανθρώπους που αψηφούσανε το δριμύ ψύχος

και βαδίζανε εκείνο το βράδυ κατά μήκος του πεζοδρομίου.

Κρυμμένο πίσω απ’τα σύννεφα το φεγγάρι, καθρέφτιζε τις μύχιες σκέψεις και

θώπευε το πρόσωπο της.

«Αλήθεια η απώλεια είναι επιλογή ή στιγμή;» αναρωτιόταν

προτού επιστρέψει στην πραγματικότητα. Επιθυμούσε να παραμείνει

στις αναμνήσεις της, εκείνο το φόρεμα με λέξεις που διακοσμούσε το

παρελθόν. Γονείς, φίλοι, έρωτες..

Μα τι! Η ζωή δίχως άλλο είναι πόλεμος, χωρίς στρατιώτες και όπλα μα απώλειες.

Κρύβει χαρές, μα λύπες περισσότερες που γεννάνε το πείσμα. Αυτό την είχε ωθήσει

να εγκαταλείψει την Ελλάδα, και να διαμένει πλέον εδώ και λίγες εβδομάδες σε μια

πολυκατοικία στα προάστια του Λονδίνου.Η μακροχρόνια ανεργία ,και η οικονομική ανέχεια της οικογένειας της, ήταν λόγοι ικανοί ώστε να αποζητήσει μια χαραμάδα φωτός στο σκοτάδι της ζωής.



Ο μισθός στην εταιρεία που εργαζόταν, ήταν ικανός ώστε να εκπληρώσει τους στόχους που είχε θέσει. Όμως τα όνειρα είναι πουλιά αποδημητικά. Ταξιδεύουνε μακριά και η επιστροφή τους πραγματοποιείται την άνοιξη. Τόσο κοντά στον χειμώνα της επιβίωσης της.

"Tρία κόρνερ, ένα πέναλτι!"-Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Tetartopress.gr

Επέστρεφε  απ΄την  εργασία  του, και  η  κούραση  στο  πρόσωπο ήταν
 εμφανής. Πεινούσε  πολύ  και  είχε  την  ανάγκη  όταν  φθάσει
στο  σπίτι  να  μπει  κάτω  απ΄την  ντουζιέρα  και  να  κάνει  ένα  αναζωογονητικό
μπάνιο.
Η  διάθεση  του  όμως  άλλαξε  άρδην, καθώς  περνούσε  μπροστά  από  μία  αλάνα
όπου  2 ομάδες  παιδιών  είχανε  τεθεί  αντιμέτωπες  σε  αγώνα  ποδοσφαίρου.
Την  ίδια  στιγμή  ένιωσε  ένα  χτύπημα στην  ωμοπλάτη. Η  έκπληξη  του  δεν  άργησε
να  εκδηλωθεί ,όταν  αντίκρισε  ένα  γνώριμο  πρόσωπο.
-Νίκο!
-Γιώργο!
Αγκαλιάστηκαν  και   χαμογέλασαν  δίχως  δεύτερη  κουβέντα.

"Μακριά γαιδούρα"-Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Tetaropress.gr



Η μεγάλη ώρα είχε φτάσει! Ενα λεπτό πριν τα μεσάνυχτα, η πλατεία

έμοιαζε σαν ωρολογιακή βόμβα.Η δημοσίευση στο facebook και οι

εκατοντάδες κοινοποιήσεις της ήταν σαφής.

«Γκρεμίζουμε το παρόν-Aναβιώνουμε το παρελθόν»-24.00 απόψε συναντιόμαστε

στην κεντρική πλατεία».Η ομάδα που είχε συντάξει την ανακοίνωση

και αυτοαποκαλούνταν « Απροσάρμοστοι», είχε προκαλέσει

πονοκέφαλο στους υπεύθυνους της αστυνομικής διεύθυνσης

εκείνο το βράδυ του Ιουνίου.

Η πόλη βρισκόταν σε αναβρασμό, καθώς η είδηση για την επικείμενη συγκέντρωση

προμήνυε αν μη τι άλλο επεισόδια.

Ξαφνικά ακριβώς στις 24.00,δεκάδες νεαροί και νεαρές εμφανίστηκαν στην πλατεία

και την πλημμύρισαν με φωνές και γέλια. Απο τις τσάντες που κουβαλούσανε ,έβγαλαν

μπάλες ,μπίλιες, κάρτες με φωτογραφίες ποδοσφαιριστών και οδηγών της Formula 1 και άλλα εξαρτήματα για ομαδικά παιχνίδια.

Αρκετά αγόρια έπαιζαν «μακριά γαιδούρα», ενώ τα κορίτσια ασχολούνταν με τα «μήλα». Άλλες παρέες έπαιζαν «κρυφτό» ενώ από τα γύρω μπαλκόνια των πολυκατοικιών αρκετοί πολίτες χαμογελούσαν και αποθανάτιζαν τα

δρώμενα με βίντεο στα κινητά τους τηλέφωνα. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς, παρείσφρησαν

στην πλατεία ως άλλοι ανεπιθύμητοι λόγω ηλικίας ώστε να ξαναθυμηθούν τα νιάτα τους.

Φυσικά λόγω της ζέστης που επικρατούσε, δεν έλειψε και το μπουγέλο ειδικά με μπαλόνια νερού που οι συμμετέχοντες γέμιζαν από την βρύση της πλατείας.

Το βράδυ έκβαλλε ως άλλο ποτάμι στην θάλασσα μιας άλλης ξέγνοιαστης παιδικότητας είτε



γι’αυτούς που την είχανε βιώσει ως το μεδούλι είτε για εκείνους που έπαιρναν μία πρώτη γεύση, καθότι εκπρόσωποι μίας γενιάς χωρίς παιχνίδια και δραστηριότητες στην αλάνα και τον χωμάτινο δρόμο.

"8001"-Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Tetartopress.gr



Το τρεμάμενο χέρι του μετά βίας είχε βάλει την θηλιά

του σχοινιού γύρω απ΄τον λαιμό. Ήταν μόνος στο σπίτι όπως

εδώ και μερικούς μήνες μετά τον χωρισμό του.

Οι κρύοι τοίχοι του δωματίου απομόνωναν την απελπισία του

απ’τα άκριτα βλέμματα και λόγια των συνανθρώπων του. Το

διαζύγιο με την Άννα συνεπικουρούμενο απ’την έλλειψη εργασίας

που του στοίχιζε σε χρήματα και ψυχολογία ,ήταν μία κενή οθόνη

απέναντι απ’το βλέμμα του.

Ανοιγόκλεινε τα μάτια και η υγρή υφή τους έμοιαζε με θάλασσα αναζήτησης.

Ευθυνών, ανθρωπιάς, συντρόφου και φίλων. Έλειπαν πολύ απ΄την καθημερινότητα

του οι διαπροσωπικές σχέσεις που θα ήταν ικανές να σταθούνε αποκούμπι.

Μετρούσε μία μία τις στιγμές εκείνες που στην διαδρομή της ζωής , ήταν οάσεις στην έρημο. Ήταν αργά όμως. Στο ύψος της καρδιάς, είχε γράψει πάνω στην τσέπη του

πουκαμίσου ένα νούμερο.”8001”.

Είχε ενημερωθεί λίγες ώρες πριν από μία ιστοσελίδα του internet,ότι τα τελευταία χρόνια

στην Ελλάδα σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία του κράτους οι αυτοκτονίες είχαν

ξεπεράσει τις 8000.Επομένως για τα δεδομένα της ημέρας, θα ήταν ο πρώτος που θα έσερνε τον χορό των νεκρών της επόμενης χιλιάδας.

Έκλεισε τα μάτια και κατόρθωσε, με λίγη προσπάθεια να σπρώξει με τα πόδια στο πλάι

το σκαμνάκι που στεκόταν επάνω. Δεν επιχείρησε ούτε μία στιγμή ,να σώσει τον εαυτό του.



Η θηλιά τον είχε σκοτώσει..

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

"Στα πιο όμορφα μάτια.."

Στα πιο όμορφα μάτια,σαν προσευχή σηκώνω
το βλέμμα μου πιστή ηδονή.
Στις μέρες που δύουνε.τα βράδια που πίνουνε
της ζωής το απόσταγμα σε καλώ βουερά και
απλά περιμένω.Μια σου μόνο λέξη,ένα κάλεσμα
αντέχει και εγώ υπομένω.
Στα πιο όμορφα μάτια του κόσμου..

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

"O κύριος Τέλειος..απέκτησε φίλους!"-Δημοσιεύτηκε στο Tetartopress



«Για ποιο λόγο να έχεις φίλους;Zήσε στην μοναδικότητα της

αυθυπαρξίας σου. Είσαι ο βασιλιάς του κόσμου σου»

είπε ο κύριος Τέλειος.

«Δημιούργησε εχθρούς. Είναι εύκολο να χάνεις τον αυτοσεβασμό

σου και να απολαμβάνεις την μιζέρια σου κάθε μέρα. Άλλωστε έχεις

το δικαίωμα να σκοτώνεις ψεύτικα είδωλα με ευκολία» είπε ο

κύριος Τέλειος.

«Ξόδεψε λίγο χρόνο από την ζωή σου και προκάλεσε αυτολύπηση.

Ποτέ δεν ανακάλυψες τον τρόπο, ώστε το άστρο σου να λάμπει μέσα

στο σκοτάδι» είπε ο κύριος Τέλειος.

«Ζήσε παρέα με το παρελθόν σου. Αναμνήσεις ,κυρίως άσχημες ώστε να ξορκίζεις



τις όμορφες» είπε ο κύριος Τέλειος.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

"Eκείνη την νύχτα"


 Μέσα στο κρύο, στήν ερημιά του τοπίου

ένα αστέρι φώτιζε την βρεφική σου αύρα.

Εκείνη την νύχτα ,τα αστέρια σκεπάζανε την

αγνότητα σου ,τραγουδούσανε της αθωότητας

το άγγιγμα σε μια φάτνη.

Εκείνη την νύχτα γεννήθηκες σαν ελπίδα, κουρασμένη

πατρίδα από ψέμματα και λάθη. Γαλήνιο να είναι στο βάθος

του χρόνου το μήνυμα σου..

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

"2005-2015"

Είμαι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσω,ότι στο blog μου βρίσκεται πλέον η νέα μου ποιητική συλλογή με τίτλο "2005-2015"!

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

"Ψυχοσκόπιο"


Κλαίγοντας σου μιλάω γλυκά, σε κρατάω απαλά.

Ανοίγοντας το ψυχοσκόπιο, αντικρίζω μέσα σου

την νύχτα και την μέρα. Γελώντας σε φιλάω στα χείλια

όπως δύο παιδιά που πρώτη φορά ζούνε τον έρωτα και

μου λες σιγανά σ’αγαπώ .Πώς να πω αλλιώς πώς σε θέλω!

Ανοίγοντας το ψυχοσκόπιο, είσαι στο δάσος κρυμμένη

φωνάζοντας «Έλα! Εδώ είμαι.»

Βρέχει, ίσως κρυώσεις μα λες δυνατά πώς είναι ωραία.

Ανατέλλει ο ήλιος, και μόνη χορεύεις με τα χέρια με

θέλεις κοντά. Το φόρεμα σου έχει αστέρια. Απ’τον ουρανό

τα πήρες γιατί είναι ωραία. Το ψυχοσκόπιο κλείνει με

αγάπη και μίσος, αδέλφια μικρά για το τέλος χαρίζει στην

δική μου καρδιά.

"Χρωμόσφαιρα"


 Ταξίδια στα αστέρια, τραγούδια με γέλια το

φεγγάρι στα μάτια σου, μία βάρκα στην θάλασσα

με δύο κουπιά τα φιλιά που σου χάρισα.

Τα χρώματα του ουρανού, φωτεινά σκοτεινά εικόνες

ζωγράφου με αγάπη και λύπη να περνάνε μπροστά σου.

Οι 4 εποχές κινήσεις πουλιών που πετάνε ψηλά, η καρδιά

σου απ’τους φόβους χτυπάει σιγά. Θα πεθάνει το ξέρεις και

γεμίζεις χαρά.

"Τρελός"


Ήταν τρελός που ήθελε αλήθεια, σε

έναν κόσμο πληγωμένο απ΄το χρήμα. Με

τα λόγια του έκαιγε σπίτια σαν χαρτόκουτα

και τα μάτια του ήταν παγίδα ,σε ανθρώπους με

σάπια καρδιά.

Ήταν μόνος του, και δεν τον ένοιαζε που οι συνάνθρωποι

του τον έδιωχναν από κοντά τους. Αδιαφορούσανε στις

πράξεις του και στο χαμόγελο μήπως σκορπιστεί η βρώμα

τους. Μα ήταν πιο πολλοί!

Δεν τον έσωσαν ούτε οι νεράιδες που μιλούσε τις νύχτες στα

όνειρα. Ήταν αδύναμες απέναντι στην θέληση του. Μόνο πριν

«φύγει» ξάπλωσε στην άμμο και κοίταξε ψηλά. Οι εικόνες ήταν

ανάμνηση κρυμμένη καλά και τα αστέρια ήταν τα δώρα του σε

εκείνη παλιά.

"Τζαμάικα"


Μια μέρα ακόμα ξημέρωσε, και στα μάτια

μου φτάνει δειλά το φώς του ήλιου .Η θάλασσα

είναι γαλήνια και η βάρκα διασχίζει τα κύματα, αργά

αφήνοντας πίσω της μια άσπρη λωρίδα.

Στην αμμουδιά σε λίγο θα πάω, για να ξαπλώσω κάτω

απ΄τον ουρανό. Να γευτώ τον ξένοιαστο αέρα της Τζαμάικα.

Να γευτώ την ζεστή αγκαλιά του καλοκαιριού.

Και το βράδυ να πιώ στο μπαρ ένα κοκτέιλ, με ρέγγε μουσική

στα ηχεία.

Να ερωτευτώ εσένα! Που στέκεσαι απέναντι μου. Να ξυπνήσω μαζί

σου αύριο το πρωί. Στον επίγειο παράδεισο.

"Ταξιδιώτης"


Ήταν ένας γέρος κοντός, με άσπρα μαλλιά και

γένια λευκά που με το ραβδί διέσχιζε την πόλη με

ρούχα απλά και τον κάθε διαβάτη μιλούσε γλυκά.

Όρθιος σηκώνονταν στο παγκάκι ,και καλούσε τον κόσμο

κοντά ώστε να αφηγηθεί ένα παραμύθι.

Πώς οι νεράιδες είναι όμορφες, αγαπάνε τους μονόκερους

και καβαλάνε ελάφια που τρέχουνε!

Πώς ο πρίγκιπας είναι μαζί με την Χιονάτη, και η Αλίκη βρίσκεται

στην χώρα με τα θαύματα. Άδικα ο γέρος απάγγελνε!

Οι περαστικοί βιαζόταν να κατευθυνθούνε στο σπίτι τους. Είχανε

σχολάσει απ΄την δουλειά και η ξεκούραση τους περίμενε. Ο ταξιδιώτης

περπατάει αργά αφήνοντας πίσω του την πόλη, ώστε να βρει μια καινούργια

και να αφηγηθεί ένα παραμύθι.

"Συνάθροιση"


Το βράδυ ήταν ψυχρό ,με τα σύννεφα σκορπισμένα

και στην μικρή γειτονιά τα φώτα ήταν αναμμένα. Εκτός

απ’το σπίτι στο τέλος του δρόμου, που στους τοίχους του

σαλονιού οι φιγούρες τρεμόπαιζαν.

Γύρω απ΄το φώς των κεριών, τρία παιδιά χόρευαν, στους ρυθμούς

του «χορού των φαντασμάτων», όπου το γεράκι του ανέμου

πετούσε ανάμεσα τους. Τα δάκρυα λέρωναν το πάτωμα, γιατί ως

τότε δεν έμαθαν την ζωή. Θυμηθήκανε τους γονείς, τους συγγενείς

και τους δασκάλους που σκότωναν τα νιάτα τους.

Μυήθηκαν στην ζωή, στην ουσία της χαράς. Έδιωξαν για πάντα την θλίψη

μακριά. Η βότκα στο αίμα τους φόρεσε φτερά να πετάνε, όταν οι

υπόλοιποι τους αντικρίζουνε από χαμηλά.

"Σαν παιδί"


Σαν παιδί που γελά, και τον φόβο ξεχνά έτσι

και εγώ σε είδα κοντά μου, πρώτη φορά να κοιτάζεις

τους τριγύρω αμήχανα.

Χαιρετηθήκαμε ψυχρά στην αρχή, μα περνούσε η ώρα

και σου άνοιξα την καρδιά. Τα μάτια σου

ανέκφραστα έγιναν ελάφια που έτρεχαν. Έψαχναν πηγές

για νερό και εγώ κυνηγός τα έπιασα αναίμακτα, χωρίς να

αντισταθούνε.

Σαν παιδί αφήνομαι στην στιγμή, που ψάχνω αφορμή ώστε

να σε πω πώς σε θέλω. Έτσι απλά!

"Ονειροβασίλεμα"



Μπροστά στα μάτια μου, είναι η πόλη που

έζησα. Ο αέρας που ανέπνεα απ΄τα δέντρα του

δάσους είναι κλειστός σε μπουκάλες οξυγόνου για

ασθενείς που υποφέρουνε από άσθμα.

Τα χαμόσπιτα έγιναν σωρός από πέτρες και χώμα, πρώτη

ύλη για τις νέες πολυκατοικίες που θα χτιστούνε. Σε ένα

παγκάκι κάθομαι ,και κοιτάζω ψηλά δυο πουλιά που

πετάνε με «τάξη», σαν τους ανθρώπους της νέας εποχής.

Ένα παιδί με τους γονείς του περπατάνε ανέμελα.

Το φώς του ήλιου αγαπούσε τα αστέρια. Τώρα μαλώνουν σαν ξένοι

στην ίδια πόλη. Ζω το ονειροβασίλεμα ,με φωνή πνιγμένη. Το μέλλον



εμείς το δημιουργήσαμε. Είναι η αλήθεια που μοιάζει με ψέμα.

"Ομορφη πόρνη"


Όμορφη πόρνη σου έταξαν ψέματα. Ήταν

γλυκά με χρήματα έμοιαζαν. Τις νύχτες περίμενες

του δρόμου νεράιδα, σαν το μαχαίρι τα λόγια σου έκοβαν.

Ένα χαμόγελο, ένα σου βλέμμα, μία αγκαλιά σαν στοργική μητέρα

σκορπούσες στα αγόρια που γύρευαν εσένα.

Λουλούδια δεν σου έφερναν, σε άφηναν μόνη να μυρίσεις την άνοιξη.

Και το ηλιοβασίλεμα χάνονταν σιγά σιγά πίσω απ΄τα κτίρια, δίπλα

σε λίγα βαγόνια του τρένου.

Ο ήλιος σε φώτιζε απ΄το παράθυρο. Σφάλιζες τα μάτια και ξεχνιόσουνα.

Σε κοιτούσα δειλά, δίχως ποτέ να έρθω κοντά. Τώρα πλέον δεν σε βλέπω. Δεν

γνωρίζω που βρίσκεσαι.

"Νανούρισμα"



Γλυκό μου μωρό σε φυλάνε αγγελούδια

πάνω απ΄την κούνια.

Κάθε σου δάκρυ στο σκουπίζουν γλυκά και

στο κλάμα σου πάνω μου ζεστά σε κρατώ.

Την νύχτα κοιμάσαι, και εγώ από δίπλα στέκομαι.

Καλό ύπνο να έχεις, να μην ξυπνάς και φοβάσαι

"Μπάρ στο λιμάνι"


 Το βλέμμα απ’τους αγγέλους στην γη είναι

η αγάπη. Όταν κλείσουν τα μάτια στην πόλη

πλανιέται η θλίψη.

Σε ένα μπαρ στο λιμάνι, ξεχασμένη θνητή μια

κοπέλα σερβίρει ένα ουίσκι με πάγο. Είναι ανέκφραστη

πάλι και δυο φίλοι πρόσεξαν πώς ακόμα μια νύχτα είναι

στα άσπρα ντυμένη. Εκείνη η κοπέλα στα όνειρα, πετάει σαν

πουλί τρομαγμένο απ΄τα μάτια των πόθων σου που ποτέ δεν

εκπληρώθηκαν.

Το άλλο πρωί, λίγες ώρες μετά στο κρεβάτι της μόνη ξαπλωμένη

θυμάται έναν άνδρα που την κοίταξε επίμονα. Επιθυμούσε ένα

χαμόγελο ώστε να «γεμίσει» την άδεια του νύχτα.

Μα τα μάτια της κρατάει κλειστά, διωγμένη από έναν παράδεισο που

ζούσε παλιά.

"Μακριά"


 Θέλω να φύγω μακριά απ΄την πόλη, ώστε

να ζήσω πιο όμορφα. Να «γεμίσω» την ψυχή

μου με ελπίδα και ηρεμία.

Η πόλη γεμάτη θορύβους και τσιμέντο, μου

στριμώχνουν την θέληση σαν πουλί στο κλουβί.

Η μέρα κυλάει ανούσια και αφήνει την θέση της

στην νύχτα. Δεν είδα ποτέ τον ήλιο να ανατέλλει και

να δύει. Ζω σε ένα υπόγειο, και σκέφτομαι πώς είναι το

συναίσθημα να χαίρεσαι πραγματικά.

Οι άνθρωποι σκεφτικοί δεν σε περιβάλλουνε με αγάπη, παρά

ζούνε στην δική τους πλάνη. Μακριά θέλω να ταξιδέψω, σε μια

«φυλακή» δικιά μου που θα με στριμώχνουνε τα σύννεφα, και τα πουλιά

μαζί. Ο ήλιος με το φώς του θα με βλέπει. Το αεράκι γλυκά να φυσάει, και

να μην θέλω να ξεφύγω απ΄την νέα μου ζάλη.

"Κύκλος"


Ακούμπησα τα χέρια μου στο δέντρο της γνώσης.

Η ζωή μου και ο θάνατος, δύο πουλιά ζευγάρωναν στα

κλαδιά. Το τραγούδι τους αντηχούσε στο δάσος του κύκλου.

Στο κέντρο της σκέψης, προσπάθησα να ισορροπήσω το γέλιο

και την λύπη μου.

Οι αχτίνες του ήλιου, σχημάτιζαν την ώρα της μέρας που γεννήθηκε

η ελπίδα στην καρδιά μου. Τα σύννεφα σιγά σιγά σκεπάσανε το φώς

του ουρανού με αύρα βροχής. Μέσα στον κύκλο, η θάλασσα φουρτούνιασε

και το καράβι με τα όνειρα μου αγκάλιαζε την θύελλα.

Σιγά σιγά βυθίστηκε και πέταξα το τσιγάρο που κάπνιζα. Ο κύκλος περιβάλλεται

από την αέναη κίνηση των ψυχών. Η αγάπη βουρκώνει με ψέματα αγγέλων που

ζητάνε παρέα. Η υπόσχεση πεθαίνει γρήγορα, σαν το κλείσιμο των ματιών.

Ο κύκλος δεν ανοίγει ποτέ για κανένα.

"Ηλιαχτίδα"


 Έλα μαζί μου ηλιαχτίδα, να ταξιδέψουμε μακριά

από αυτή την γκρίζα παγίδα. Να πετάμε μαζί, σαν δυο πουλιά

να διασχίζουν τον ουρανό μέσα απ΄τα σύννεφα.

Γελώντας ξένοιαστα να ξεπεράσουμε τα σύνορα της γης

με το διάστημα. Να αντικρίζουμε τους ωκεανούς από ψηλά

και να αγγίζουμε τις κορυφές απ΄τα ψηλότερα βουνά.

Να λιώσουμε χούφτες από χιόνι, και να ποτίσουμε με βροχή

την διψασμένη έρημο. Και όταν στις δυο Άρκτους αφήσουμε

τα όνειρα μας που ζωγραφίζαμε στο χαρτί, έπειτα θα εκτοξεύσουμε

στο άπειρο το παρελθόν κρατώντας μαζί ένα φυλαχτό που αγοράσαμε

από έναν πλανόδιο έμπορο.

Σαν υπόσχεση για το μέλλον, έναν σπόρο που θα σπείρουμε σε κάθε κρύο πλανήτη.

"Εσύ"


 Ξεχάστηκες μέσα στον χρόνο. Τα χρήματα γεννάνε

χρήματα έλεγε ο πατέρας σου. Και τα χρόνια κυλάνε

σε αφήνουν πίσω και δεν γυρνάνε.

Στην κοπέλα που καθόταν στο λεωφορείο, έψαχνες να

την βρεις. Στην κοπέλα που αντίκριζε την θάλασσα έψαχνες

να την βρεις. Εσύ, ένα πρόσωπο φτιαγμένο από εικόνες που

θα επιθυμούσες. Ένα σώμα δίχως ατέλειες, και η ψυχή της ένα

πουλί.

Εσύ, κοπέλα της άνοιξης που έκλαιγες για τον τρόπο που σου

φέρθηκε ο προηγούμενος .Μόνο που περπατάς σε τεντωμένο σχοινί.

Δεν είναι στερεωμένο καλά. Από την μία τα λάθη της ζωής. Απ΄την άλλη

τα λόγια που χόρτασες. Κοιμήσου καλύτερα. Αύριο πρέπει να ξυπνήσεις

νωρίς.

"Εμφύλιος"



Στην οθόνη της τηλεόρασης, δύο παιδιά κρατούσανε

όπλα και όχι παιχνίδια. Σκοπό είχανε να στήσουνε καρτέρι

στον αντίπαλο τους. Τα μάτια τους ζητούσανε βοήθεια.

Έναν φίλο να τους μιλήσει, μα το δάκρυ δεν άφηνε το μήνυμα

να φύγει.

Οι νύχτες και οι μέρες του εμφύλιου, είναι ίδια έκφραση.Οι μάσκες

που καλύπτουνε τα πρόσωπα ξεγελάνε εύκολα.

Όταν γυρίσουν απ΄την άλλη μεριά εξαφανίζονται. Είναι ο αληθινός



εαυτός πίσω από ένα γραφείο.

"Γκέτο"



Σε εκείνα τα γκέτο της πόλης με οπαδούς ομάδων, σε

εκείνα τα γκέτο που οι άνδρες ταπεινώνουν μια γυναίκα

ως εξιλέωση της φυσικής ορμής ένα αγόρι μοιράζει λουλούδια

στο πεζοδρόμιο.

Από μία πατρίδα φτωχή, κυνηγημένο σκυλί έχει ξεχάσει πώς είναι

ανθρώπινη οντότητα και αποκτάει χρήματα με απλωμένο το χέρι.

Και η διαφήμιση είναι ψηλά. Στην πινακίδα, μία όμορφη κοπέλα

οδηγεί ένα αυτοκίνητο πολλών κυβικών με 200 χλμ τελική ταχύτητα.

Πιο αργή από εκείνη του αγοριού, το βλέμμα αντανάκλαση χαμένου

ονείρου. Το ξημέρωμα είναι κοντά ,τα βήματα του πατέρα αργά. Ένας

δρόμος έχει σειρά.

Σε εκείνα τα γκέτο, δίπλα στις δυτικές συνοικίες στα φανάρια που πέντε

παιδιά έμειναν εκεί για πάντα. Παγιδευμένα πουλιά που ζητούσανε



ευκαιρία προτού εξαφανιστούνε.

"Αιώνια φλόγα"



Οι άνθρωποι επιθυμούνε την αιώνια φλόγα, να καίει

την καρδιά τους, να φωτίζει τον δρόμο τους και να

εκπληρώνουν τα θέλω τους.

Η σπίθα άσβεστη, γίνεται δάκρυ και γέλιο στο πρόσωπο.

Η χαρά και η λύπη είναι δώρο του Θεού στα παιδιά του.

Τα έπη του Ομήρου, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα είναι η αιώνια



φλόγα. Όχι αυτή της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι.

"Τυχερή δεκάρα"



Στο χέρι μου έχω μία δεκάρα, ένα νόμισμα

που κρατάω χρόνια από εκείνο το απόγευμα

του Ιούνη.

Το απόγευμα ζεστό, με ιδρώτα στο μέτωπο είδα στο βήμα

μου μία δεκάρα να γυαλίζει. Χωμένη ανάμεσα στα σκουπίδια

έλεγα: «Ασ’την καλύτερα εκεί»

Την ίδια στιγμή είδα τον Γιώργο, έναν φίλο παλιό που χάθηκε

με τα χρόνια και σκέφτηκα: «Πάρ’την είναι τυχερή».Το ίδιο

βράδυ με τηλεφώνησες ξεχνώντας την λύπηση σου και είπες:

«Δεν πειράζει. Οτι έγινε έγινε. Ολοι οι άνθρωποι έχουμε κακές στιγμές».

Τρία χρόνια μετά η δεκάρα βρίσκεται στην τσέπη. Μικρή και βρώμικη.

"Tα δαχτυλίδια του Κρόνου"



Ταξιδεύω ώρες μονάχος, ασυγκράτητος απ΄τα γήινα σύνορα.

Ανακάλυψα πλανήτες μικρούς και μεγάλους, κομήτες να περνάνε

στο πλάι μου. Τα ποτάμια του Άρη στεγνά από ζωή, την Σελήνη να

προβάλλει στο βήμα μου αντίκρισα με τα μάτια μισάνοιχτα.

Μια κοπέλα μου φώναξε ξαφνικά. Κάθεται στον Ιάπετο, σε έναν

βράχο της θάλασσας. Μου ζητάει τραγούδια ,η σιωπή του μυαλού

την φοβίζει αρκετά. Μου ζητάει ένα αστέρι απ΄τον έναστρο θόλο, αν

μπορώ να τραβήξω.

Ήταν πριγκίπισσα σε μια πόλη και αγάπησε. Τον κόσμο των δρόμων, των

πάρκων. Πρίν λίγες ώρες αποφάσισε την κοσμική απόδραση.

«Φέρε τα δαχτυλίδια του Κρόνου» μου χαμογέλασε. «Θέλω να δώσουμε

όρκους αγάπης για πάντα.»Ήταν τα τελευταία λόγια της. Χάθηκε και δεν την ξαναείδα



ποτέ. Τα δαχτυλίδια του Κρόνου είναι ο όρκος, για όλες τις πριγκίπισσες του κόσμου.

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

"Zήτω ο νέος βασιλιάς!"-συλλογή "Αταίριαστα"



Αυτοί που εύκολα απελπίζονται , σαν βλέπουνε την

όψη σου αναθαρρούνε. Σημάδι της μοίρας, έτσι λένε

οι νεκροί μοιάζουν τα λόγια σου.

Χαρακιά στον κορμό της ψυχής σου είναι το γέλιο του

καθώς ξεπροβοδίζει από την οθόνη της τηλεόρασης

μα τον Θεό!



Πέθανε ο βασιλιάς ,ζήτω ο νέος Βασιλιάς..

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

"Aυλή"-Συλλογή "Αταίριαστα"




Μεγαλώσαμε μαζί σε εκείνη την αυλή. Παιδιά

ήμασταν όπως και τώρα στην ψυχή, μα τα πόδια

πληγιάζανε απ΄την μπάλα και το πέσιμο στο χώμα

απ΄την λάσπη της βροχής.

Αντέξαμε στον χρόνο, σαν φίλοι στο σχολείο και μαλώναμε

για μπίλιες και είδωλα της μουσικής χωρίς να ποτιζόμαστε

απ΄το νερό των καναλιών της tv.

Είμαστε αδύναμοι στις αλλαγές της ζωής, μα πιο δυνατοί

στα καλέσματα της ψυχής. Το χώμα που πατάμε αφήνει ίχνη

και το παρελθόν μας στην αυλή βαδίζει στο μέλλον..

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

"Ο κύριος Τέλειος..απέκτησε φίλους!"



«Για ποιο λόγο να έχεις φίλους;Zήσε στην μοναδικότητα της

αυθυπαρξίας σου. Είσαι ο βασιλιάς του κόσμου σου»

είπε ο κύριος Τέλειος.

«Δημιούργησε εχθρούς. Είναι εύκολο να χάνεις τον αυτοσεβασμό

σου και να απολαμβάνεις την μιζέρια σου κάθε μέρα. Άλλωστε έχεις

το δικαίωμα να σκοτώνεις ψεύτικα είδωλα με ευκολία» είπε ο

κύριος Τέλειος.

«Ξόδεψε λίγο χρόνο από την ζωή σου και προκάλεσε αυτολύπηση.

Ποτέ δεν ανακάλυψες τον τρόπο, ώστε το άστρο σου να λάμπει μέσα

στο σκοτάδι» είπε ο κύριος Τέλειος.

«Ζήσε παρέα με το παρελθόν σου. Αναμνήσεις ,κυρίως άσχημες ώστε να ξορκίζεις



τις όμορφες» είπε ο κύριος Τέλειος.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

"O κύριος Τέλειος"



«Γιατί βοήθησες τον συνάνθρωπο σου, να σηκωθεί; Γλίστρησε

και έπεσε. Ας πρόσεχε! Ο χρόνος είναι χρήμα, και δεν πρέπει να

τον χάνεις δίχως λόγο» είπε ο κύριος Τέλειος.

«Σκέφτεσαι πολύ και δεν ενεργείς γρήγορα φίλε. Σου ζήτησε χρήματα

ένας ζητιάνος. Ε και ; Δίστασες για να του δώσεις. Σαν να ήθελες. Πρόσεχε

γιατί η φιλευσπλαχνία είναι αδυναμία» είπε ο κύριος Τέλειος.

«Είδες τον κάδο με τα σκουπίδια και έπρεπε να διανύσεις μερικά μέτρα

ως εκεί, για να πετάξεις το άδειο μπουκάλι;Eχεις αυτοκίνητο και προτιμώ να ξεκινούσες

για το ραντεβού σου, και ας το πετούσες από το παράθυρο» είπε ο κύριος Τέλειος.

«Ερωτεύτηκες μια κοπέλα, προσεγγίζοντας την στο μπαρ και συζητούσατε .Μα ήταν άγνωστη! Το φλερτ

είναι ασφαλέστερο μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Εξάλλου όλοι φοράμε το καλύτερο

χαμόγελο μας κρυμμένοι πίσω από μια οθόνη» είπε ο κύριος Τέλειος.

«Αντικρίζεις το ηλιοβασίλεμα, και ελπίζεις. Λάθος τακτική χρησιμοποιείς για να προσεγγίζεις

το όνειρο. Αρκεί να καταναλώνεις αγαθά, μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι τα χρήματα



μονάχα είναι ικανά να φέρνουν ευτυχία» είπε ο κύριος Τέλειος.

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

"Αθώα ψυχή-Συλλογή "Αταίριαστα"


Ήταν βράδυ και ο ήλιος είχε πλέον χαθεί. Το

φεγγάρι τον έψαχνε πάνω απ΄την γη. Η ζωή

της όμως ήταν ζαριά μεταξύ δύο ανδρών σε

μία γωνιά.

Δεν γύρευαν μονάχα λεφτά ή κοσμήματα πάνω

στο σώμα της. Ήθελαν να γευτούνε και την ηδονή που

μπορούσε να τους προσφέρει μία όμορφη κοπέλα.

Ο φόβος της και τα λόγια της δεν ήταν αρκετά ώστε

να γίνουν εμπόδια στις προθέσεις τους.

Η ανάγκη για επιβολή ,η ματαιοδοξία μίας πράξης λίγων

λεπτών ήταν το λάφυρο τους απ΄την στιγμή μέσα στον

χρόνο. Η ψυχή που πέθανε πάνω στον βίαιο έρωτα, δεν

έγινε αντιληπτή απ΄τους συνανθρώπους της.

Μέσα στο κέντρο μίας πόλης, όπου ορθώνονταν οι

τσιμεντένιοι όγκοι της, το συναίσθημα περπατούσε σε

κενά ανθρωπιάς.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

"Aπώλεια"-Δημοσιεύτηκε στο tetartopress.gr

Πίσω  απ’το  παράθυρο  του  δωματίου  της, μετρούσε
τους  ανθρώπους  που  αψηφούσανε  το  δριμύ  ψύχος
και  βαδίζανε  εκείνο  το  βράδυ  κατά  μήκος  του  πεζοδρομίου.
Κρυμμένο  πίσω  απ’τα σύννεφα  το  φεγγάρι, καθρέφτιζε  τις  μύχιες  σκέψεις  και
θώπευε  το  πρόσωπο της.
«Αλήθεια  η  απώλεια  είναι  επιλογή  ή στιγμή;» αναρωτιόταν
προτού  επιστρέψει  στην  πραγματικότητα. Επιθυμούσε  να  παραμείνει
στις  αναμνήσεις  της, εκείνο  το  φόρεμα  με  λέξεις  που  διακοσμούσε  το
παρελθόν. Γονείς, φίλοι, έρωτες..

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

"Το σκοτάδι"-Συλλογή "Αταίριαστα"



Κάθε που φεγγίζει την ψυχή μου η ανάμνηση σου, θυμάμαι

τα λόγια σου εκείνο το βράδυ.

«Πρέπει να πληγιάζει η καρδιά σου από την απόρριψη

για να καταλάβεις τι είναι η αγάπη ανάμεσα σε 2 ανθρώπους».

Όταν χωρίσαμε τα βήματα των σκέψεων μου, άρχισαν να

βαραίνουν τόσο πολύ ώστε κλείστηκα στο «σκοτάδι» μου.

Εκείνη την διαδρομή ,που το φώς δεν χαϊδεύει το δέρμα της.

Ο κόσμος αυτός που περικλείει, είναι σύναξη πόθων και λέξεων

που σε συντροφεύουν στους φόβους σου.

Έχει ψηλά βουνά για να σκαρφαλώνουν οι αντοχές σου, μα και

λίγα δέντρα τόσα όσα είναι οι στάσεις που κάνεις για να ξεκουράζεις

το κουράγιο σου κάτω από τα εμπόδια.

Θα σε αντικρύσω ξανά, γιατί ελπίζω και ξέρω ότι η αγάπη είναι



είναι η έξοδος από το «σκοτάδι μου»…

"Σπασμένο κλειδί"-Δημοσιεύτηκε στο Τetartopress.gr



Ήταν σιωπηλός μπροστά απ’το τριώροφο κατάστημα ρούχων.

Το πρόσωπο του συσπώνταν σαν ένα σημάδι του χρόνου να εκρήγνυται.

Δύο χρόνια! Η απουσία του στην Γερμανία, έμοιαζε με αιώνα .Η απόπειρα

να χτίσει ένα ελπιδοφόρο αύριο είχε πέσει στο κενό.

Όπως και η ψυχολογία του. Το πατρικό του σπίτι, είχε αγοραστεί και στην συνέχεια

γκρεμιστεί από μεγάλη εταιρεία ρούχων λόγω χρεών της ταβέρνας που διατηρούσανε

οι γονείς του. Αυτοί πλέον ζούσανε σε ένα μικρό διαμέρισμα, με χαμηλό ενοίκιο και συντροφιά το παρελθόν. Αναμνήσεις ατελείωτες στο κάδρο του χρόνου.

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

"Σήκω"

Tαξιδεύω στον πλανήτη σου,ένα αστέρι απόσταση απ'την μνήμη σου.
Ταξιδεύω στην θάλασσα σου,μία λέξη κομμένη τα όνειρα σου.Και
εκεί που θυμάσαι  ξαπλώνει το φώς στα κύματα.
Και ανασαίνεις ενώ κοιμάσαι.Γελάς ενώ με μαγεύεις.Ταξιδεύω στην
ζάλη σου αναμνήσεων σημάδι.
Σήκω..

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

"Η φωνή της"-Δημοσιεύτηκε στο tetartopress.



Όταν ήμουνα παιδί άκουγα τους μεγαλύτερους, να αναφέρονται

στα μέσα μαζικής

επικοινωνίας . Δεν αντιλαμβανόμουνα πολλά.

Μέχρι όμως να ακούσω την φωνή της σε εκείνη την μικρή ορθογώνια συσκευή.

Το ραδιόφωνο που είχε αγοράσει ο πατέρας μου. Μεγαλώνοντας και αλλάζοντας τα

επίπεδα εκπαίδευσης απ’το δημοτικό έως και το πανεπιστήμιο ένιωθα από αγόρι να

γίνομαι άντρας και να ερωτεύομαι ουσιαστικά εκείνη που είχε αναλάβει μία μουσική

εκπομπή. Η Όλγα!

Το γεγονός ότι ασχολούνταν με την μετάδοση rock μουσικής ,αρχικά ήταν αδιάφορο για

τα αυτιά μου ανεξάρτητα εάν στην πορεία την αγάπησα. Περίμενα καρτερικά κάθε Τρίτη και Παρασκευή στις 21.00, για να μοιραστώ μαζί της χαρές και λύπες. Έστω νοητά! Η φράση της που είχα λατρέψει

ήταν μία:

«Καλησπέρα αγαπητές και αγαπητοί ταξιδιώτες των ήχων». Η ζωή όμως πάντα κρύβει εκπλήξεις, ανεξάρτητα αν μας αρέσουνε ή όχι. Δυστυχώς πρίν λίγες μέρες έγινε



γνωστό ότι μετά από 15 χρόνια η παρουσία της στον εν λόγω ραδιοφωνικό σταθμό τερματίστηκε. Οπως και η δική μου αναδρομή στις νότες του παρελθόντος ,που με συντρόφευαν με την βελούδινη χροιά της φωνής της.

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Πρώιμα (1992-2005)

Ε.(Καλοκαίρι 2005)

Σε  είδα  που  έριξες  το  βλέμμα  σου  πάνω
στην  γη  σε  ένα  τετράγωνο  αυτής  της  πόλης
που  ζει  ένα  αγόρι .Πλούσιο  σε  χρήματα, φτωχό
σε  συναισθήματα  μα  ψάχνει  για  αγάπη, πολλή
στοργή  και  μια  κοπέλα  που  μοιάζει  με  σένα.
Οι  ήχοι  της  καρδιάς  του, είναι  ίδια  η  σιωπή  μα  η
ψυχή  του  τρέχει  με  ένα  ποδήλατο  σε  δρόμους  μεγάλους
χωρίς  κανόνες  συμβατικούς, βλέποντας  ευχές  και  επιθυμίες
που  εκπληρώνονται  πλάι  σου.
Σε  ερωτεύτηκε, μα  δεν  γνωρίζει  την  δύναμη  του  αισθήματος
γιατί  ποτέ  δεν  την  γεύτηκε.
Έφταιγε  ο  πατέρας  του  που  ήταν  ρεαλιστής, ίσως  η  μάνα  του
που  είχε  άδεια  ψυχή  ως  σύζυγος  πλούσιου  άνδρα, μα  οι  νύχτες
του  αγοριού  παρέμεναν  άδειες.


***

Ανάμνηση

Πέρα  από  την  γέφυρα  του  ποταμού
πέρα απ΄το  δέντρο  που  πληγώναμε
μικρά  παιδιά, κοντά  στον  λόφο  που
αντικρίζαμε  τα  βουνά  είναι  το  σπίτι  των
μεγάλων  αναμνήσεων.
Μικρό  από  ξύλο, φτιαγμένο  θυμάμαι  την
φωτιά  που  ανάβαμε  για  να  φέρουμε  τους  θεούς.

Ένα  σπασμένο  τζάμι  από  πέτρα, και  μια σοφίτα  που
λέγαμε  τα  όνειρα  μας, μεγάλα  όσο  οι  δρόμοι  που  οδηγούνε
στον  ουρανό.
Και  δίπλα  μας  μία  κιθάρα  που  θαρρείς  μας  νανούριζε
με  νότες.

Τα  χρόνια  που  περάσανε, έγραψαν  στην  ψυχή  μας
ένα  τραγούδι  που  μας  συντροφεύει  κάθε  νύχτα  που
που  σβήνουν  τα  φώτα.
Κάθε  μέρα  που  το  μικρό  παιδί, σηκώνεται  ώστε  να
πιάσει τον  ήλιο.

Όσο  κοιτάζω  πέρα  τον  ορίζοντα, θα  βλέπω  τον  αετό
να  φτάνει  πιο  ψηλά  και  θα  ακούω  τον  αέρα  να  μου
φέρνει  κοντά  τις  νότες  που  παίζαμε  όταν  ήμασταν  παιδιά.

***

Άτιτλο

Κρίνω, βλέπω, αποφασίζω  και  διακρίνω.
Η  σκέψη  μου  φτωχή  από συναίσθημα
αναβλύζει  μεστή  απ΄το  ανάθεμα.
Μην  διαλέγεις  τον  δρόμο  αυτό. Ξέρεις
το  αδιέξοδο  είναι  κοντά  και  εσύ  στέκεσαι
εκεί. Πρόσεχε!

***

Βελλεροφόντης

Αναβάτης  στον  Βελλεροφόντη  με  ηνία  τις
επιθυμίες  πηδάω  τα  εμπόδια  του  κόσμου.
Τροφή  στο  άλογο  μου  η  τρέλα, τρέλα  αλλόκοτη.
Με  το  σπαθί  μου  τσακίζω  το  κακό, μα  αναρωτιέμαι
πόσο  μπορεί  να  με  αγγίξει. Ασπίδα  μου  η  θέληση  και
η  καρδιά  μου  οδηγός  προχωράω  με  βλέμμα  προς  τα  εμπρός.

***

Βρώμικο  γέλιο

Δίπλα  σου  είναι  μία  παρέα. Τρία  αγόρια
πίνουν  και  μαλώνουν. Η  κοπέλα  μαζί  τους
είναι  μία  μάγισσα.
Το  ραβδί  της  είναι  το  γέλιο ,βρώμικο  ώστε
να  είναι  ποθητή.
Ένα  ποτήρι  έπεσε  απ΄τα  χέρια  της  και  έσπασε.
Όλοι  την  κοίταξαν. Πόνεσε;

***

Διαθήκη

Σε  λίγες  ώρες  σας αφήνω  όλους. Πρώτα  θα
περπατήσω  στην  γειτονιά  που  γεννήθηκα.
Θέλω  να  πιάσω  το  χώμα απ΄το  δέντρο  που
φύτεψε  στον  κήπο  του  σπιτιού  ο  πατέρας  μου.
Θέλω  να  δώ τις όψεις απ΄τις  πολυκατοικίες  και
να  χλευάσω  το  άσχημο  πρόσωπο  τους.
Στον  ουρανό  που  με  φυγάδευε  στα  ταξίδια  από
τον  πόνο  αφήνω  ένα  λουλούδι  να  το  μεγαλώνει.
Σε  σένα  που  δεν  με  άφησες  να  έρθω  μαζί  σου, γιατί
φοβόσουν  τα  λόγια  του  κόσμου, αφήνω  μία  εικόνα.
Θα  καταλάβεις  πώς  σε  ήθελα.

***

Δοκίμασα  τα  λόγια  και  την  δύναμη  μου, στον  μικρό  ναό

Δεν  είχε κρύο  το  νερό. Έμοιαζε  να  ήταν  άνοιξη  στην  πεδιάδα
ενώ  γύρω  μου  τα  βουνά  ήταν  χιονισμένα. Περπάτησα  αργότερα
πάνω  απ΄το  απέραντο  ποτάμι. Η  γέφυρα  ένωνε  τις  ψυχές  με  το
άπειρο  και  εγώ  κρατούσα  γερά  τα  σχοινιά.
Τα  πουλιά  που  κοίταζα, δεν  ήταν  πένθιμα  στην  όψη. Κελαηδούσανε
την  χαρά  της  αιώνιας  ζωής. Εδώ  ο  χρόνος  κυλάει, χωρίς  να  αλλάζεις
γιατί  πια  δεν  είσαι  θνητός. Η  αδυναμία  της  αγάπης  που  σε  σκλαβώνει
στον  κόσμο  μας  εκεί  ήταν  η  ίδια  η  ζωή.
Σε  αγάπησα  δέντρο  της  Γνώσης .Γιατί  κατάλαβα  πόσο  λίγη  είναι  η  τελειότητα
που  κυνηγάω  στην  ζωή  μου. Θεέ  μου  κοίταζε  με  στα  μάτια  όταν  μιλάω. Νιώθω
τόσο  παιδί  που  θα  ξεχάσω  τα  αισθήματα  μου. Ποτέ  δεν  θα  ξεχάσω  και  Σένα
φίλε  που  με σκέπασε  η  αγάπη  σου. Σε  χρειάζομαι.
Και  έφθασα  στην  πόρτα. Ήταν  μια  νύχτα  αλλόκοτη, παράξενα  ευχάριστη  και μελαγχολική.
Τα  φωτεινά  τους  μάτια  αιχμαλώτισαν  τις  αδυναμίες  μου, και  στέρησαν  τις  επιθυμίες.
Ήθελα  να  κλάψω ,μα  δεν  μπορούσα. Ήταν  η  αρχή  ώστε  να  ζήσω. Οι  ήχοι  που στροβιλίζονταν
γύρω  απ’τα  αυτιά  μου  έφυγαν  ξαφνικά  μόλις  μου  μίλησε. Ήταν  ο  βοσκός  του ονείρου μου
που  γκρέμισε  τα  τείχη  της  ψυχής  μου.
Τα  βήματα  του  ήταν  αργά  και  αισθανόμουν  την  αιώνια  ανάσα  του. Χωρίς  δισταγμό και  φόβο  μου  έδειξε  την  πεδιάδα  με  τους  νεκρούς .Ήταν  κοντά  μου  οι  κραυγές τους, αλλά  δεν
άφηνε  να  τις  αισθανθώ. Πιο  πέρα  αντηχούσε  η  γαλήνη  του  παραδείσου. Αυτή  ήθελα να
γευτώ  και  να  αγγίξω. Μα  δεν  με  άφησε.
Ήθελα  να  φωνάξω  μέσα  απ΄την  ψυχή  μου, και  να  του  ζητήσω  να  μπω. Άδικα! Δύο φορές
με  είχε  σταματήσει  και  τώρα  ήθελα  να  χορέψω  ελεύθερα  αντικρίζοντας  την  ομορφιά.
Ήταν  η  τελευταία  καρδιά  που  ήθελα  να  αγαπήσω. Μου  ξέφευγε  η  αναπνοή  της, και πονούσα
τα  βράδια.  Την  κυνηγούσα  στον  ουρανό  μ ε  το  φεγγάρι  ατάραχο  να  με  κοιτάζει. Και όταν
την  έφθανα  δεν  μου  μιλούσε.
Σκλάβωνε  τους  παλμούς  της  με  πείσμα. Οργή  με  ζώνει  στον  ύπνο μου. Θέλω  να πετάξω  πάνω  απ΄τα σπίτια  και  να  φωνάξω  δυνατά. Μα  η  κοσμική  μουσική  με ξάπλωσε  ανάμεσα
απ΄τα  κεριά  της  έκστασης. Η  ομίχλη  του  βουνού  δεν  με  αφήνει, να  κοιτάξω  πιο  πέρα απ’την
θάλασσα. Θέλω  να  χαιρετήσω  για  τελευταία  φορά, την  αύρα  που  με  χάιδευε  μαζί  το καλοκαίρι  με  το  είδωλο  μου.
Αντίο  διαβάτες  του  ουρανου! Κοπάδια  από  ελπίδες  που  φεύγετε  μακριά. Αντίο  βασιλιά  με  τον  ψεύτικο  θρόνο! Σου  στοίχισε  το  τέλος  του  παραμυθιού.
Αντίο  γελαστά  ξωτικά! Σας  αγάπησα  απ΄τα  γλέντια  του  δάσους.
Αντίο  και  σε  σένα  σπηλιά! Με  φυγάδευες  απ΄την  πένθιμη  βροχή  του  χειμώνα.

***

Εργάτης

Ένας  ήρωας  ξεχασμένος  στην  ιστορία , είναι  ο
κόπος  του  εργάτη. Μέσα  στο  πέρασμα  των  χρόνων
μία  σκιά  στο  φώς  που  λάμπει  στο  πρόσωπο  σου.
Ένα  γραφείο  γεμάτο  υποσχέσεις, και  το  αφεντικό  είναι
μέσα.
Ο  χρόνος  κυλάει, μα  δεν  πέρασε  ποτέ  για  σένα. Πάντα  εκεί
ήσουν  ένα  εξάρτημα  στην  μηχανή  του  χασάπη. Ένα  δέντρο
φύτρωσε  απ’το  αίμα  σου  μα  τα  κλαδιά  το  κόβουν.
Ένα ύφος  θλιμμένο, ένα  πρόσωπο  μαύρο  απ΄τον  καπνό  της
τυραννίας. Ένα  αύριο  σε  περιμένει  για  να  σε  καταπιεί.

***

Έρχεται  η  νύχτα!

Τελειώνει  η  μέρα  σιγά  σιγά. Έρχεται
η νύχτα!
Ξύπνησε  το  φάντασμα. Περιμένει  πίσω
απ΄το  μυαλό  μου να  βγεί. Ξεκίνησε  να
τραγουδάει  το  αστέρι, που  έχω  νιώσει
όταν  ήμουνα  παιδί. Διασχίζει  σαν  κομήτης
φλεγόμενο  με  επιθυμία  να  κάψει  τους  ψεύτες.
Είναι  μακριά  το  ποτάμι  για  να  κολυμπήσω.
Πέτρες,  χώμα  και  ερπετά  στήνουν  την  σκηνή  του
γελοίου. Θα  χορέψει  και  πάλι  το  ξωτικό, για  να
υμνήσει  την  γη.
Στο  δάσος  θέλει  να  ζήσει  το  σκυλί. Χτυπημένο  από
τους  αγγέλους  της  πλατείας .Το  κέντρο  της  πόλης
ξερνάει  ψέματα  του  χρήματος.
Δυνατά !Φωνάξτε  την  μελωδία  της  νύχτας. Θέλω  να
κοιμηθώ  αλλά δεν  μπορώ. Τα  μάτια  μου  αντιστέκονται
στο  φώς. Τα  χρώματα  με υπνωτίζουνε.

***

Η  θάλασσα  του  πόνου (13/8/1995)-Χαλκιδική

Ηθελα  τόσο  πολύ να σου μιλήσω, να  σου
πώ  ότι σε  θέλω. Είδα όμως  ότι  ήσουν  άλλη.
Δεν  μπορώ  να  δώ  τον  ήλιο, τώρα  που με
σκέπασε  το  ψέμα σου.
Τα  βήματα   έγιναν  πιο  βαριά  στον  δρόμο
μου  και  δεν  ανοίγω  εύκολα  τις  φτερούγες  μου.
Θα  σπάσουν! Θα  σου  κρύψω  το  μονοπάτι  στον
ουρανό  γιατί  γνωρίζεις  πόσο  δύσκολη  είναι  η
θάλασσα  του  πόνου.

***

Η γέννηση ενός ονείρου

1)      Υπνος

Ξαπλώνεις  στο  κρεβάτι  κουρασμένος ,απ’το
κυνήγι  της  μέρας. Αφήνεις  τα  μάτια  σου  να  βυθιστούν
όσο  γίνεται  περισσότερο  στην  αγκαλιά  του  ονείρου.
Μέσα  στην  σκέψη  σου  κυκλοφορούν  εικόνες  με  λόγια.
Ψάχνεις  να  βρεις  την  πόρτα  που  θα  φύγεις. Λίγο  πριν  την  χώρα
του  φανταστικού  αναρωτιέσαι, πόσο  μακριά  είναι  το  λιμάνι
που  θα σταματήσει  το  πλοίο  σου.
Ήσυχη  θέλεις  να  είναι  η  διαδρομή. Χωρίς  κύματα  και  ανέμους.

2)      Χρώματα

Άσπρο  το  φώς  του  ήλιου  που  φτάνει  στα  μάτια  σου. Διαλέγεις  τα
σχήματα  που  θα  έχουνε  τα  ξωτικά  στο  ταξίδι. Ένα  δέντρο  φορτωμένο
με  καρπούς  γνώσης  είναι  δίπλα  σου.
Αν  απλώσεις  το  χέρι  θα αντικρίσεις  τις  αγαπημένες  σου  μορφές. Θα  μιλάτε
χωρίς  να  υπάρχει  χρόνος. Το  χρώμα  της  πόλης, δεν  θα  σε  αγγίζει  θλιβερά.
Εσύ  είσαι  που  στέκεσαι  πάνω  απ΄τις  γνωστές  πόλεις  της  φαντασίας. Εκεί  οι
επιθυμίες  σου  γίνονται  πραγματικότητα.

3)      Ελπίδα

Το  μάτι  σου  αντικρίζει  παράξενες  σκιές  στον  ορίζοντα .Οι  φωνές
τους  συγκρούονται  στον  αέρα  και  ξαφνιάζεσαι.

4)      Γιορτή

Έφτασες  λοιπόν  στον  σταθμό  σου. Δεν  ξέρεις  πόση  ώρα  κράτησε
το  ταξίδι  αν  και  τα σύννεφα  πρόδιδαν  τις  κινήσεις  σου. Επισκέπτες  που
ξεκίνησαν  την  ίδια  νύχτα  απ’όλο  τον  κόσμο. Είναι  άνθρωποι  που  ξεχνάνε
την  λύπη  τους.
Ένα  θέατρο  με  γελαστούς  θεατές, ένα έργο  που  δεν  έχει  τέλος. Θέλεις  να  μείνεις
για  πάντα  εκεί. Ξέφυγες  απ’την  καθημερινότητα  και  βασιλεύεις  πάνω  στο  σώμα  σου
που  υποφέρει  απ’τις  πληγές. Σε  λίγο  θα  ξημερώσει. Εσύ  υπόσχεσαι  να  ξαναπάς  στο όνειρο.

***

Θάνατος  στην  βροχή

Στεκόσουν  μικρό  αγόρι  κάτω   απ΄τον  ήλιο
και  δεν  σε  σκέπαζε  η  σκιά  του  πατέρα  σου.
Αντίκριζες  στον  ορίζοντα  πουλιά, και  με  το
δάχτυλο  έδειχνες  πόσο  πετούσες  ψηλά.
Επέστρεφες  απ΄τον λόφο, και  γελούσες  με
τον  γέρο  που  έβγαζε  απ΄τα  σκουπίδια
πεταμένα  παιχνίδια.
Απ΄τα  παράθυρα  ξέφευγαν  ελπίδες  κρυφές  από
ανθρώπους  που  η  νιότη  τους  πέθανε  ξαφνικά.
Και  εκεί  έξω  στην  αυλή  σου, βρισκόταν  ένα  παλιό
αεροπλανάκι.
Στα  χέρια  το  κρατούσες  και  έπαιρνες  φόρα, ώστε  να
τρέξεις  αρκετά. Τα  σύρματα  που  χώριζαν  τον  δικό  σου
κόσμο  δεν  στεκόταν  εμπόδιο ,ώστε  να  ξεφύγεις  μακριά.
Το  πέταξες  μια  μέρα και  τον  ξεπέρασες , αλλά
έφθασε  μέσα  στην  λάσπη  του  εργοστασίου.
Θα  κοιμάσαι  γλυκά, μέχρι  να  χαθεί  στο  χώμα. Όχι! Δεν  έχασες
την  ελευθερία  σου. Μόλις  τώρα  την  απέκτησες. Ετσι  ξαφνικά.

***

Θάνατος (1992-Το πρώτο μου ποίημα)

Σύγχυση  μέσα  στην  ψυχή  σου. Αδιέξοδος. Το  σκοτάδι
απλώνεται  μέσα  σου .Σε  καλύπτει. Χάνεις  τον  κόσμο.
Φεύγεις  απ΄το  όνειρο. Πηγαίνεις  στην  πραγματικότητα.
Σύγχυση  μέσα  στην  ψυχή  σου. Αλήθεια  μικρός  δεν  είχες
το  δικαίωμα. Σου  το  πήρανε. Ε και; Χάνεις  τον  παλμό, τον  ρυθμό.
Ζεις  το  βήμα  σου  να  βράζει.
Σύγχυση  μέσα  στην  ψυχή  σου. Απλώνεται  η  ψευδαίσθηση  στην
αλήθεια. Χάνεις  το  σήμερα. Κερδίζεις  το  τίποτα. Χαμένο  το  αύριο.
Θάνατος! Ε και; Αυτό  δεν  πρέπει  να  φέρεις  στην  ζωή σου; Χάνεις  τις
ηδονές ,τις  χαρές.
Σύγχυση  μέσα  στην  ψυχή. Φέρε  τον  θάνατο. Θα  σε  λυτρώσει. Η  ζωή  σου
χάθηκε  στην  ψευδαίσθηση. Το  όνειρο  έγινε  εφιάλτης .Η  πραγματικότητα
έγινε  όνειρο.

***

Θλίψη

«Γιατί  αυτό  το  δωμάτιο  είναι  τόσο  σκοτεινό;»
με  ρώτησε  το  πλάσμα. Οι άνθρωποι  δεν  σκέφτονται
χαρούμενα. Πίνουν  μπουκάλια   γεμάτα  εθισμό, και
νοσταλγούν  χωρίς  να  θυμούνται  τίποτα.
Είναι  ένα  καραβάνι  στην  έρημο, χωρίς  οδηγό. Κουβαλάνε
αισθήματα  που  δεν  ανοίγονται, πρίν  φθάσουνε  στην  όαση.
Ο  θεός  μου  συναντάει  την  φυλή  σου, σε  έναν  δρόμο  που
περπατάνε  τα  όνειρα.
Ένας  άγγελος  που  προκαλεί  τα  μάτια, έχει  κλειστή  την  ψυχή.
Δίπλα  μου  ένας  «φίλος»  θέλει  να  με  κεράσει  ένα  «τσιγάρο».
Δεν  γουστάρω. Θα  το  δοκιμάσει  πάλι  στην  καρδιά  της  πόλης.
Ήρθαν  να  με  πάρουνε  οι  υπηρέτες  του  πρίγκηπα. Κρύβει  το
μυστικό  του  αγγέλου.
Σε  θέλω  να  σταθείς  απέναντι  μου.
«Πονάω» λέει. Όταν  ήμουν  παιδί  φοβόμουν  τον  ήλιο. Σε  ζητάω  απ΄την
αρχή  του  κόσμου. Είσαι  ένας  από  τους  γιούς  του .Σε  διάλεξε  να  έχεις
διάθεση  για  το  καλό.

***

Μέρες  καλοκαιριού

Μέρες  καλοκαιριού. Μαγεία  το  απέραντο
τοπίο  πλημμυρίζει  από  ήλιο, που  παντρεύεται
με  τα  κύματα  της  θάλασσας.
Στάχια  που  χορεύουνε  ρυθμικά  σε  κάθε  βήμα  του
πρωινού  αέρα.

Φλούδες  από  φρούτα, και  κουκούτσια  απ΄το
καρπούζι  που  τρώει  ο  μικρός  αγρότης. Ιδρώτας
κυλάει  στην  πλάτη  του  γέρου  Μανώλη  όσο  δίπλα
του  το  τζιτζίκι  τραγουδάει.

Αγέρωχα  μέσα  στην  κάψα  του  τοπίου, στέκεται  το
βουνό. Επάνω  του  είναι  χτισμένη  η  εκκλησία  και
μυρίζει  ρίγανη  όσο  ανεβαίνω  ψηλότερα.

***

Μην  το  ξεχνάς

Ξημερώματα  προς  Πέμπτη  αντικρίζω, την
νύχτα  να  πεθαίνει  μέσα  στο  γκρίζο. Τα  αστέρια
ψιθυρίζουν  προς  τα  δέντρα  τον  κόσμο  που  χάνεται
μέσα  στο  ψέμα.
Οι  καπνοί  απ΄τα  φουγάρα, την  φύση  πνίγουνε  και  ο
ήλιος  συμβόλαιο  με  τον  θάνατο  πράττει. Στους  σταθμούς
της  τηλεόρασης  με  νέα  και  ψέματα  τον  κόσμο  μαγεύουν.
Ο  ζητιάνος  στον  δρόμο  πεθαίνει, και  τα  σκουπίδια  από  δίπλα
σωπαίνουν. Φίλοι  στην  βρωμιά  του  δρόμου, μια  ντροπή  χωρίς
όρια  βραβεύουν.
Τα  πλοία  την  θάλασσα  διασχίζουν, τα  ψάρια  χορεύουν  μέσα  στον
τάφο. Ιστορία  γραμμένη  με  μαύρο  μελάνι ,και  όλοι  για  πάντα  βουβαίνουν.

***

Ναρκωτικά

Η  κοιμισμένη  πόλη  κάτω  απ΄το  φεγγάρι
λάμπει. Αραχνη  μέσα  στο  φώς  η θαλερή
θωριά  σου  στέκει.
Δαιμονισμένο  σε  είπαν! Μα  η  ματιά σου
ταξιδεύει. Ονειρεμένος  κόσμος  κάπου  στην
ψυχή  σε  περιμένει.

***

Ξέσπασμα

Ξέσπασμα  της  ψυχής μου, ορθώνει  το  σπαθί
μία  μοίρα  γραμμένη  αλλιώτικα  από  παλιά
χωρίς  χαρτί  και  βιβλίο  με  ένα  μόνο  λόγο.

Ξέσπασμα  της  καρδιάς  και  του  εαυτού  μου
ολόκληρο  το  καράβι  βυθίστηκε. Μια  φουρτούνα
το  έπνιξε.
Χωρίς  βιβλίο  η  ιστορία  μου.

Ξέσπασμα  στην  σκέψη  μου. Αυτή  έθαψε
την  ελπίδα  στην  ζωή μου. Ένας  τάφος
καμωμένος  από  θυμό.

Ξέσπασμα  στις  πράξεις  και  τα  λόγια.
Αυτά  μου  στέρησαν  τον  ήλιο. Φυλακή
χωρίς  σίδερα.

Ξέσπασμα  στον  βωμό  της  αλήθειας. Γιατί
σταμάτησες  στον  δρόμο; Χτίσε  ένα  νέο
όνειρο  γεμάτο  μέλλον.

***

Ο  μονόφθαλμος  Kύκλωπας

Όταν  ξυπνήσεις  απ΄τον  λήθαργο  που  χρόνια
είσαι  βυθισμένος  μην  ξεχάσεις .Ο Κύκλωπας
από  κάπου  σε  αντικρίζει.

Ξεχασμένος  απ΄τις  σελίδες  της  ιστορίας, με
ένα  μόνο  μάτι  πενθεί  τις  χαμένες  νύχτες  του
χειμώνα  και  ο  αέρας  φυσάει.

Μην  ξεχαστείς  όταν  δεις  τον  εαυτό  σου  στον
καθρέφτη. Έναν  τάφο  θα  δεις  σκαμμένο  από
τα  λόγια  σου  και  τον  Κύκλωπα.

***

Όσο  κυλάει  ο  χρόνος

Καθώς  ο  χρόνος   κυλάει, στην  ίδια  σκηνή
αλλάζουν  οι  θεατές. Στο  τεντωμένο  σχοινί
δεν  περπατάει  πλέον  ο  ακροβάτης.
Γυαλίζει  η  λεπίδα  στο  μαχαίρι, όσο  φυσάει  ο
Λίβας  στο  πέλαγος. Σκοτεινά  όνειρα  με  θλιμμένη
την  όψη  εκεί  που  στέκεται  η  ματιά  μου.

Δρόμοι  έρημοι  από  ελπίδες ,μια  κραυγή  που  ακούγεται
ξαφνικά  σιωπά. Μεταμόρφωση  στο  ψέμα  της  ζωής. Αλλάζει
το  φώς  του  φεγγαριού.

Πένθιμοι  ύμνοι  απ΄την  θάλασσα  καλούν  τις  νεράιδες  του
παραμυθιού. Μα  αυτές  πέθαναν! Στο  σπίτι  του  Ποσειδώνα
η  τρίαινα  δεν  υπάρχει  πια. Χάθηκε  όπως  και  το  παραμύθι.

Βουνά  και  χιόνια  δεν  ζουν  πια  μαζί. Χώρισαν  και  το  σκοτάδι
έσμιξε  με  την  φωτιά. Καπνούς  και  οδύνη  αντικρίζει  ο  αετός
από  ψηλά  στον  κόσμο  που  χάνεται  όσο  κυλάει  ο  χρόνος.

***

Παλίρροια

Ξαφνικά  σε  λίγα  λεπτά, η  βάρκα
άρχισε  να  σηκώνεται  ψηλά  απ΄τα
κύματα .Η  θάλασσα  ξυπνάει  με  την
δύναμη  της  σελήνης.
Μα  το  φώς  που  καθρέφτιζε, μοιράζεται
σε  χίλια  κομμάτια .Ξεφεύγουν  πολλές
κινήσεις  απ΄τα  μάτια μου. Είχα  ξεχαστεί
να  κοιτάζω  εκεί  που  ο  ουρανός  ενώνεται
με  την  θάλασσα.

***

Πένθιμος  ύμνος

Ο  μοναχικός  φύλακας  της  πόλης  γέρασε. Είναι
οι  τελευταίες  στιγμές  στην  ζωή  του. Ο ποιητής  που
έδινε  οξυγόνο  για  τις  ψυχές  μας, κάθεται  μόνος  σε  ένα
μπαρ  και  μεθάει  την  άνοιξη.
Ο  μαύρος  ναύτης  παράτησε  την  μαχαιρωμένη  πόρνη, να
ψέλνει  τις  τελευταίες  κατάρες. Ποντικοί, μπουκάλια  μισογεμάτα
πόνο  νοσταλγούν  τις  σκιές  των  ανθρώπων  που  ζούσαν  κάποτε
εδώ. Στο  λιμάνι.

Κάπου  μαζί  του  είχε  την  φυσαρμόνικα ,ο  γέρος  του  πάρκου.
Την  έχασε  μαζί  με  την  φωνή  του. Θέλησα  να  πετάξω  το  πιστόλι
που  κρατούσα. Χρόνια  περάσανε  από  τότε  που  σε  σκότωσα  γλυκιά  μου.
Ζω  μακριά  απ΄την  γειτονιά  που  μεγάλωσα .Κοντά  στην  εκκλησία  βρέθηκα
και  κοίταξα  τον  σταυρό. Βάδισα  το  μονοπάτι  ως  την  θάλασσα  και  τραγούδησα.
Τραγούδησα  για  να  μην  φοβηθώ  το  ξημέρωμα.
Τώρα  έχει  σειρά  η  γιορτή. Θα  θυμίσει  τους  φίλους  που  με  πρόδωσαν. Μέσα  στο
δάσος  θα  έχω  άγρυπνα  μάτια  να  με  αντικρίζουν. Δεν  τα  κυνηγώ. Είναι  ψεύτικα.

***

Ποιητική ελεγεία

Στο  σκοτεινό  δωμάτιο  κάθομαι, και
κάθε  αχτίνα  από  φώς  πνίγεται  ενώ  οι
τοίχοι  ψιθυρίζουν:
«Σώπασε, σώπασε  ο  ποιητής  κάθε  μέρα
πνίγεται  στις  λέξεις  του.»

Καρτερικά  διαβαίνω  προς  την  πόρτα. Στεγνό
το  χρώμα  από  εικόνες, έγινε  φίλος  με  τον  ποιητή.
Κάθε  αυγή  σωπαίνει, δεν  του  αρέσει  άραγε  το  φώς;

Παράθυρα  και  κουρτίνες  βουρκώνουν  στην  θλίψη
του ποιητή. Μα  να! Ο  αέρας  ανοίγει  το  παράθυρο
και  εισβάλλει  στο  δωμάτιο. Εκεί  που  κείτεται  η
πένα  του  ποιητή.

***

Σπηλιά

Κάθε  βροχερή  ημέρα  του  χειμώνα ,όταν  σε
κοιτάζω  από  μακριά  θυμάμαι  εκείνο  το  βράδυ
μέσα  στο  σκοτάδι  που  έφυγε  το  τελευταίο  δάκρυ.
Ένας  ζητιάνος  του  ουρανού ,σε  γύρευε  στοιχειωμένος
στην  κορυφή  του  βουνού.
Κραυγές  αγνώστων  ακούγονται  που  ξέφυγαν  το  τελευταίο
σκαλοπάτι  λίγο  πριν  πετάξουν  στο  φωτεινό  λιβάδι. Εκεί  ο
ποιμένας  δεν  χάνει  το  κοπάδι, εκεί  το  βήμα  σου  δεν  αφήνει
σημάδι. Και  μια  φλογέρα  που  ακούω  με  καλεί  μακριά  απ΄το  φεγγάρι.
«Όχι, όχι  δεν  μπορώ  άλλο! Θέλω  να  πετάξω!»
Τα  λόγια  τους  είναι  ψεύτικα, μου  ναρκώνουν  την  αγάπη. Και  η  ψυχή  μου
άρρωστη  ψάχνει  να  βρει  εσένα  για  να  την  γιατρέψει. Δεν  πούλησα  τίποτα
μονάχα  ένα  μικρό  μονοπάτι  έκρυψα  αυτό  που  θα  φθάσω  σε  σένα  μόνο.
Μα  δεν  πρέπει, δεν  πρέπει  να  το  κάνω! Την  αγαπώ  όσο  δεν  το  γνωρίζει.

***

Σύννεφα

Λέξεις  παράξενες  στέκουνε  από  πάνω
μου  στον  ουρανό. Με  προσκαλούν  την  μέρα
στο  κυνήγι  των  κινήσεων  τους, και  τρέχουν  τρέχουν
μακριά. Κοιτάζω  να δώ  αν  άλλαξαν  από  χθές, μα  ο
ήλιος  τυφλώνει  τα  μάτια  μου  και  προσπαθώ  να
αισθανθώ.
Την  νύχτα  που  καθόμουν  κάτω  απ΄τα δέντρα, τους
έστειλα  μήνυμα  με  την  σκέψη  μου. Τους  θύμισα  τον
χορό  μπροστά  στους  θεούς ,μια  αρχαία  γιορτή  για  την
δύναμη  της  φύσης.
 Η ιέρεια  έψελνε  όταν  οι  καπνοί  της  φωτιάς, αντάμωναν
το  βλέμμα  των πνευμάτων. Όταν  θα  βρέξει ,ο  θυμός  θα
ξεφύγει. Όταν  χιονίσει  το  χώμα θα  σκεπαστεί  απ’τα  χρώματα
του  χειμώνα.

***

Το καναρίνι

Ένα  λυπημένο  καναρίνι  μέσα  απ’το  κλουβί
βλέπει  τα  άλλα  πουλιά  έξω  να  πετάνε.
Οι  φίλοι  του  τραγουδάνε ,ενώ  τα  λουλούδια
ανθίζουν  και  επιθυμεί  πολύ  μαζί  τους  να  βρεθεί.

Μα  η  πόρτα  απ΄το  κλουβί  είναι  από  σίδερο  βαριά  καμωμένη
και  δύναμη  δεν  έχει  ώστε  να  την  ανοίξει .Όμως  οι  φίλοι  του
αποφάσισαν  να  έρθουν  να  βοηθήσουνε.
Και  έτσι  μια  και  δυο  τα  σίδερα  λυγίζουν  με  τα
δυνατά  νύχια  τους.
Ελεύθερο  είναι  πια  και  χαίρεται  πολύ. Το  μόνο  που
ζητάει  είναι  να  φτάσει  πιο  ψηλά, μέχρι  τα  σύννεφα.

***

Χαμένο  καράβι

Κάθε  νύχτα  που  κοιτάζω  την  θάλασσα, αντικρίζω
ένα  χαμένο  καράβι. Δεν  μοιάζει  όπως  παλιά. Έχει
γεράσει  και  δεν  ταξιδεύει  μακριά, ώστε  να  συναντήσει
τον  γέρο  προφήτη.
Στέκεται  μόνο  του  σε  κάθε  τρικυμία ,και  τα  πανιά  του
ανοίγουν  ώστε  να  με  χαιρετήσουν.
Μαζί  του  παίζει  η  γοργόνα, και  οι  νεράιδες  του  νερού.
Μόνο  που  δεν  θα  σε  ξαναδώ, γιατί  θα  φύγω  μακριά  σου.
Ελπίζω  στα  μέρη που  θα ταξιδεύω  να  είσαι  μέσα  στα  όνειρα  μου.

***

Χάσμα

Πολλοί  άνθρωποι  στον  κόσμο ,θέλουν  να
εξουσιάζουνε  τα  αισθήματα  των  άλλων.
Πιστεύουνε  ότι  είναι  δυνατοί, και  γνωρίζουνε
τις  λύσεις.
Ένας  άνδρας  σαν  αυτούς ,γνώριζε  ότι  δεν  είχε  φίλους
μα  ήθελε  να  ζει  στην  πραγματικότητα  που  ο  ίδιος
είχε  δημιουργήσει. Μία  γυναίκα  που  ζούσε  δίπλα  στο
σπίτι  μου  είχε  παντρευτεί  ώστε  να  μην  είναι  μόνη.
Αλλά  μετά  την  γέννηση  των  παιδιών  της, κατάλαβε  το
λάθος  που  είχε  κάνει. Δεν  ήταν  ο  σύζυγος  που  θα  την
έκανε  ευτυχισμένη.

***

Χρόνια πολλά

Χρόνια  πολλά  γιαγιά. Ήμουν  μικρός  και
με  μεγάλωνες  με  παραμύθια.
Χρόνια  πολλά  κύριε  Γιάννη. Κλεισμένος  στο
σπίτι  σου  κοιτάζεις  τον  κόσμο  από  ψηλά.
Χρόνια  πολλά  πρόεδρε. Και  φέτος  οι  εργάτες
θα  φάνε  ένα  πιάτο  φαγητό. Ευχές  για  μια
καλύτερη  χρονιά. Σαν  τις  υποσχέσεις  σου.
Χρόνια  πολλά  ζητιάνε. Ξαπλωμένος  στην  παλιά
πολυθρόνα  μετράς  ένα  ένα  τα  σκυλιά  που  περνάνε
δίπλα  σου. Σαν  αυτό  που  με  ακολουθάει  κάθε  μέρα
ως  το  σπίτι  μου. Ψάχνει  ένα  νέο  αφεντικό  ώστε  να
του  δώσει  ένα  κόκαλο.
Χρόνια  πολλά  και  σε  σένα  που  πίστεψα. Είναι  παιχνίδι
να  περπατάω  μέσα  στα  μάτια  σου  και  να  σκοντάφτω.
Μικρέ  μου  φίλε  αγκάλιασε  μ ε τις  φλόγες  σου  τα  βήματα
μου. Κρυώνουν  τα  πόδια  μου  κάθε  φορά  που  γεννιέσαι.
Είναι  η  απόρριψη  των  ανθρώπων  που  σε  έκανε  να  γεννηθείς
έτσι  ταπεινά.
Χρόνια  πολλά  αγάπη  μου. Ένας  νέος  κόσμος  ανατέλλει  στον  ορίζοντα.