Κάπνιζε το τσιμπούκι του, καθισμένος με την πλάτη στο κρεβάτι
της καμπίνας του. Αναρωτιόταν, πόσα νησιά απέμενε να δει
ωσότου εγκαταλείψει την θέση του, από αυτό το σαπιοκάραβο.
Αυτάρεσκα παραδέχτηκε, πώς ήταν ο καλύτερος καργιόλης του
κόσμου.
«Γαμώ το!Δεν έχω πάει στον Παράδεισο, και ούτε με θέλει η
Κόλαση. Θέλω θεατής στην αρένα να βρεθώ, που μονομάχοι κάτω
απ’τους φοίνικες θα είναι ο Θεός και ο Διάολος».
Πίσω απ΄την ζάλη του πιο φτηνού ξεράσματος, που μοιάζει με
τζιν τον χαιρέτησε μια κοπέλα.
«Γεια σου Ν. Σε αγαπάω όπως πρώτα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει
μεταξύ μας».