που επισκεπτόταν τα καταστήματα στο κέντρο της πόλης παρέα με
την σύζυγο του γνώριζε καλά το τι επρόκειτο να συμβεί.
Μπαινόβγαιναν διαρκώς, δίχως αποτέλεσμα καθώς ήταν αναποφάσιστη
για το τι επρόκειτο να αγοράσει. Εκείνος ήταν νωχελικός συνήθως, καθότι
δεν παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις προθήκες των μαγαζιών.
Καθώς περπατούσανε, αντίκριζε τους υπόλοιπους περαστικούς και διέκρινε
μία μεγάλη δίψα για κατανάλωση. Βέβαια σε αρκετές περιπτώσεις, ενώ οι
περισσότεροι ήταν πρόθυμοι να επιδοθούνε σε αγορές προϊόντων, τα χρήματα
δεν τους αρκούσανε.
Η έκπληξη του ήταν μεγάλη, όταν βρέθηκαν μπροστά σε ένα κατάστημα μεγάλης εταιρείας
κινητής τηλεφωνίας. Δύο άντρες ιδιωτικής φύλαξης, οι γνωστοί security με δυσκολία
προσπαθούσαν να συγκρατήσουνε νεαρής κυρίως ηλικίας άτομα που επιθυμούσανε
να εισέλθουνε και να επωφεληθούνε προσφορές σε τιμές διαφόρων προϊόντων.
Ακριβώς δίπλα στην πόρτα, ένας ηλικιωμένος είχε απλωμένο το χέρι του και εκλιπαρούσε
για λίγο φαγητό. Η σύζυγός του, τον πίεζε να ακολουθήσουνε και αυτοί το πλήθος.
Εκείνος για λίγα δευτερόλεπτα, στην οθόνη του μυαλού πληκτρολόγησε το κοντράστ των
συναισθημάτων που βίωνε.
«Wi-fi» και «Κάποιος θέλει να φάει, γιατί πεινάει». Ανέκφραστα, πάγωσε σύγκορμος.
«Wi-φάει;»