μόνος στην πλατεία. Άδεια από ανθρώπους, γεμάτη από φόβους
περικύκλωνε τις αγωνίες σου δίχως οίκτο. Οι τσέπες «φώλιαζαν»
μερικά ευρώ, αρκετά ώστε να αγοράσεις ένα μπουκάλι φτηνό
αλκοόλ και την «άσπρη» δόση. Να πραγματοποιηθούν σχεδόν ανέξοδα
για λίγη ώρα τα ταξίδια σου, δίχως την συνδρομή μεταφορικού μέσου.
Την άκουσα να γελάει. Κρατούσε στην αγκαλιά το μωρό της, και καθόταν
στο μπαλκόνι του διαμερίσματος αντικρίζοντας την απεραντοσύνη της
θάλασσας.
Βίωνε την ευτυχία, τα πράσινα μάτια της να αγκαλιάζουν το γαλάζιο σε έναν
χορό χρωμάτων. Λίγες είναι οι εικόνες στην ζωή, που βαφτίζονται στην κολυμβήθρα
της εξιλέωσης. Όπως οι δύο προηγούμενες απόπειρες να αποκτήσει παιδί.
Σε άκουσα να πανηγυρίζεις το γκολ της ομάδας σου. Κρατούσες το χασκόλ, και κοίταζες
τον ουρανό με την ίδια ευκολία, όπως τον ποδοσφαιριστή που σκόραρε. Μπορεί η
εβδομάδα που προηγήθηκε να ήταν η πιο κουραστική, από άποψη εργασίας.
Η πιο δύσκολη γιατί η Μαρία ήταν θυμωμένη μαζί σου. Μια νίκη ήταν αρκετή ώστε
να νιώσεις θεός. Ανέγγιχτος από κάθε λογής προβλήματα.