εργαζομένου με άγνωστους και αγχωμένους επιβάτες ενός αστικού
λεωφορείου είχε μόλις ξεκινήσει. Η επιβίβαση μου στο μέσο μαζικής
μεταφοράς έμοιαζε με την απαρχή μιας περιπέτειας.
Ήμασταν τόσο στριμωγμένοι, που κυριολεκτικά δεν μπορούσαμε να
κουνήσουμε ούτε χέρια, μα και πόδια. Η έναρξη του αγώνα, είχε εκατέρωθεν
ευκαιρίες προκειμένου να βρεθεί κάποια κενή θέση. Με χαρακτηριστική ευκολία
έβρισκε κάτοχο, χωρίς να υπάρχει υποτυπώδης ευγένεια. Στην συνέχεια ο διαιτητής
που δεν ήταν άλλος από τον οδηγό, μας συνέστησε ψυχραιμία καθότι υπήρχανε
γυναίκες με παιδιά και ηλικιωμένοι που είχανε προτεραιότητα στο να καθίσουν.
Το ημίχρονο έμοιαζε να είναι, ένα μποτιλιάρισμα που προκλήθηκε από ένα τροχαίο
δυστύχημα, ευτυχώς χωρίς τραυματίες ανάμεσα σε δύο αυτοκίνητα.
Οι συζητήσεις φουντώσανε, ειδικότερα όταν κάποιοι έδωσαν την δική τους εξήγηση
για το αν οι έλληνες είναι καλοί ή κακοί οδηγοί σε αυτούς τους άθλιους δρόμους.
Η επανάληψη του ματς ξεκίνησε, με έντονη επιθετικότητα εκατέρωθεν ειδικά όταν
κόσμος επιβιβαζόταν ή αποβιβαζόταν στις κατά καιρούς στάσεις. Ο ιδρώτας μου λόγω
της ζέστης που επικρατούσε «έγλειφε» το σβέρκο και το μέτωπο.
Τα παράθυρα ήταν κλειστά, λόγω του έντονου ψύχους. Τελικά με ανακούφιση, είδα τον
προορισμό μου και επιστράτευσα όλη την δύναμη και το κουράγιο, προκειμένου να
αφήσω πίσω το ποδοσφαιρικό ντέρμπυ της καθημερινότητας. Επιβάτης σε λεωφορείο.