Αντέκρουσε η προσμονή, σε βράχο μεγάλο. Μια στιγμή στάθηκε η
αιτία να αναζητήσει τον αντίλαλο. Έτρεξε στην κατεύθυνση του, μα
γρήγορα η εικόνα έσβησε. Άνοιξε τα μάτια, ορμώμενος απ΄την
αναπάντεχη εξέλιξη. Γύρω του οι σκιές του χρόνου, περιέβαλλαν
ένα ασώματο βωμό.
Με την συνοδεία ευχών, διανθισμένων από ασύμμετρη απελπισία
στάθηκε στο κέντρο του αύριο. Ο χρόνος δεν μίλησε. Μονάχα
στερεωμένος στην άτολμη ύπαρξη του χαμογέλασε. Γνώριζε ότι κανείς
δεν είναι πιο γρήγορος από αυτόν. Ούτε καν σαν σκέψη. Ο αντίλαλος
κυρίευε την απορία του. Χωρίς να το καταλάβει τον προσέγγισε.
«Μην λαχταράς την χαρά. Όση και αν γευτείς, οι λύπες θα τον
παραμερίσουν σύντομα.