Είχε μόλις
ολοκληρώσει την εργασία, στην
οικοδομή όπου εργαζόταν. Η
κούραση ήταν μεγάλη, καθώς
είχε εκτεθεί αρκετές
ώρες στον καυτό
ήλιο του Ιουλίου. Η
ζέστη δε ήταν
ανυπόφορη, και ήταν καταϊδρωμένος
σε όλο του το σώμα.
Όμως παρά
τον κόπο, ένιωθε υπερήφανος
που κέρδιζε με
χίλιες δυο κακουχίες
το ψωμί του. Έπρεπε
να θρέψει την
σύζυγο, και τις δίδυμες
κόρες του. Αυτό το
κίνητρο ήταν το
μεγαλύτερο, ώστε να υπομένει
αγόγγυστα.
Ήδη είχε ξεκινήσει
να βραδιάζει, και δεν
έβλεπε μπροστά του
τίποτα άλλο από τον
δρόμο που κατευθύνονταν
προς το σπίτι
του. Απο την εφηβεία, τον
διέκρινε η τιμιότητα
και γι’αυτό ήταν
υπερήφανος. Γιατί παρά τους
πειρασμούς της ζωής εκείνος
είχε επιλέξει, την οδό
του μυθικού ημίθεου
Ηρακλή. Της αρετής. Και αυτό
μονάχα τον ενδιέφερε. Να
κοιμάται ήσυχη η
συνείδηση του , γνωρίζοντας ότι
πάνω απ’όλα τα
είχε καλά με τον εαυτό
του.