Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

"Ανέκφραστος"-Απο την συλλογή κειμένων "Λέξεις και εικόνες"



Η φωτιά είχε ξεχυθεί αδηφάγα, σε όλη την έκταση του δάσους. Το πράσινο οικοσύστημα που αποτελούσε τον πνεύμονα της πόλης, βρισκόταν αντιμέτωπο με την απληστία του ανθρώπου.

Ο εμπρηστής που είχε επιδοθεί στο έργο που του είχε ανατεθεί, ήταν ανέκφραστος. Τα μάτια του παγερά, παρακολουθούσανε την πύρινη λαίλαπα να καταβροχθίζει δέντρα, διάφορα φυτά και να αναγκάζει σε άτακτη φυγή μικρά και μεγάλα ζώα προκειμένου να σωθούνε. Τα πουλιά εγκατέλειπαν τις φωλιές που διατηρούσανε ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων, ενώ ο καπνός κατάμαυρος «έγλειφε» τα σύννεφα και ζωγράφιζε με σκούρα χρώματα, τον πίνακα του ουρανού.

Έπρεπε να ανέβει στην μηχανή του, και να διαφύγει για λόγους ασφαλείας. Έβαλε το κράνος και ξαφνικά «πάγωσε» σύγκορμος. Ένιωθε ως άλλος Νέρωνας. Ήταν ο κλειδοκράτορας του βασιλείου, που εγκλώβιζε ένα τέρας και εκείνος μόλις του είχε ανοίξει την πύλη. Απ΄το στόμα του εκτόξευε φλόγες και έμοιαζε ανίκητο.

Κοίταξε πίσω του. Οι εντολές που εκτέλεσε, « έζεχναν» οικοπεδοποίηση. Γνώριζε ότι ήταν πλέον αργά, ώστε να μετανιώσει.