Η νύχτα συνόδευε τα βήματα του Μ., στον μακρύ δρόμο που βάδιζε.
Το ψιλόβροχο ήταν ο καλύτερος φίλος του, ενώ ο δυνατός αέρας που
φυσούσε του έδιωχνε τις έγνοιες μακριά. Το τσιγάρο στο στόμα
μισοάδειαζε την διάθεση του, και η στάχτη “ πάντρευε” με το χώμα
τις αναμνήσεις που ταξίδευαν στο μυαλό.
Ήθελε να δραπετεύσει στην άκρη της πόλης, σαν φυλακισμένος που τα
κάγκελα περιόριζαν δραστικά τις επιθυμίες του. Ήταν περασμένα
μεσάνυχτα και γύρω του τα μπαρ “ξέβραζαν” ανθρώπινα απομεινάρια.
Ιστορίες που το τέλος τους, είχε γραφτεί με τον πιο δραματικό τρόπο.
Κάποιοι από αυτούς, μεθυσμένοι όπως ήταν παραπατούσανε και η
απόπειρα τους να σταθούνε όρθιοι απέβαινε άκαρπη. Ένας μάλιστα
κρατούσε ένα μπουκάλι τζιν, και τραγουδούσε χαμηλόφωνα για την Ν.
Μια γυναίκα που αγάπησε τόσο σφόδρα, ώστε όταν τον χώρισε ένιωσε
να γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω του.
Καθώς περπατούσε, ένας ζητιάνος ξαπλωμένος σε χαρτόνια, του έβαλε
εμπόδιο στην διαδρομή τα πόδια. Η έκπληξη αρχικά ήταν μεγάλη. Όμως
γρήγορα συνειδητοποίησε, ότι η ενέργεια αυτή είχε σκοπό να του
υπενθυμίσει ότι ένα απλωμένο χέρι ζητούσε βοήθεια. Κάτω απ΄το
ρυτιδιασμένο και χλωμό πρόσωπο, κρυβόταν η απόγνωση συνεπικουρούμενη
απ΄την ανάγκη για επιβίωση.
Ο Μ. έβγαλε απ΄την τσέπη του παλτού ένα χαρτονόμισμα, και του το έδωσε.
Ακούστηκε ένα ξέπνοο “Eυχαριστώ” και το εμπόδιο σταμάτησε να υπάρχει.
Η βροχή δυνάμωνε, και η πόλη έμοιαζε έρημη από ανθρώπους εκτός από
μερικά αδέσποτα σκυλιά και γάτες που έψαχναν καταφύγιο για να
προστατευτούνε. Χωρίς να το καταλάβει, είχε διασχίσει σχεδόν ολόκληρη
την πόλη. Οι ώρες είχανε “ ρουφηχτεί”, απ΄την σιωπηλή ψηλή φιγούρα που
περπατούσε ακούραστος.