Ι) Παρελθόν
Φωλιάζει μέσα ο χρόνος. Μητροκτόνος της διάθεσης ,εκείνου
του αερικού που λέγεται αρχή. Είναι η ζωή ένα αίνιγμα, που αναζητάς
το κλειδί. Εκείνο που θα ανοίξεις την πόρτα του, και θα ξεχυθούνε
μυστικά. Και εσύ θα αναγνώσεις την ροή τους, σαν ζώο του δάσους
που διψάει και γυρεύει το νερό του ποταμού.
Νιώθεις πλέον αναγεννημένος. Η Κατάβαση, είναι το λάφυρο της
απόγνωσης. Επιθυμείς πολύ να χαμογελάσεις, ώστε να λυτρωθείς.
Μα είναι ασέβεια προς Εκείνον. Σου στάθηκε δίπλα, όταν ήσουν
ανήμπορος. Πρότεινε ανεπιφύλακτα να τον σκοτώσεις, και να
διασκορπίσεις το πτώμα του σε χίλια κομμάτια.
Αρνήθηκες. Γιατί φοβήθηκες να μεταμορφωθείς εντελώς. Δεν σε
αδίκησε. Κατανόησε την θνητή φύση σου, και χτύπησε ελαφριά την
πλάτη. Όμως η ευκαιρία, μοιάζει με την σκέψη. Αν δεν την αρπάξεις
να την κρατήσεις σφιχτά, εκείνη θα ξεφύγει.
Αποφάσισες να αντικρίσεις ξανά τους ανθρώπους, και να καταραστείς
το παρελθόν. Να το προσφέρεις θυσία στον θεό της Μοναδικότητας.
Εκείνη που χαρακτηρίζει τον βλάσφημο εαυτό μας. Κοντοστέκονται όταν
σε θωρούνε. Η αύρα που ακτινοβολείς είναι νέο έθιμο. Διείσδυση στην
παρακμή, που περικλείει το Είναι τους. Αμύνονται σθεναρά, αμίλητοι
όντας και κωφεύουνε στα λόγια σου. Τους καλείς σε συζήτηση, σε
ανακωχή μεταξύ κοσμοθεωριών αλλά οι σιλουέτες τους σκοτεινιάζουνε
στο πρίσμα της οπτικής σου. Ωσότου έρθει αναπόφευκτη η σύγκρουση
η μήτρα του σύμπαντος. Η δύναμη που γεννάει διαστάσεις, γραμμές της
συνεπακόλουθα και οι ελπίδες μας.
Πλησιάζει και σκοτεινιάζει. Το φώς πνίγεται στην μεμψιμοιρία, και τον
φόβο. Αντιλαμβάνεσαι την εξέλιξη και υψώνεις τα χέρια. Με τις άκρες
των δαχτύλων αγγίζεις τον ουρανό. Επιθυμείς σύμμαχος να ήταν ο
χρόνος αλλά γνωρίζεις απ΄την Κατάβαση, ότι μονάχα το πείσμα είναι
πραγματικός φίλος. Γιατί είναι η ειδοποιός διαφορά ,απ΄την απογοήτευση.
Είναι το εφαλτήριο ενός αγώνα, αδυσώπητου με αντιλήψεις παλιές
δίχως δυναμική πλέον. Απέναντι του ορθώνεται το τείχος και κραυγάζεις
δυνατά. Γονατίζεις στο χώμα μα δεν λυγίζεις.