Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

"Ξημέρωσε".



Ξημέρωσε και η ζωή άνθισε. Στο ολόγιομο φεγγάρι ο ουρανός πότισε

μια χαραμάδα. Ένιωσε ο άνθρωπος σαν είδε ψηλά σωρούς από φύλλα

να ραίνουν τα δέντρα στα σύννεφα. Οι ρίζες απλώθηκαν στις καρδιές μας

χώμα αναζητώντας. Είναι οι μέρες θολές στον ορίζοντα, και γεμάτες

προβλήματα. Μα πρώτη φορά θαρρώ, θα δώ τον ήλιο. Ως τώρα οι

άνθρωποι βεβήλωναν την νιότη μου. Υπόσχονταν μα ποτέ δεν έπρατταν.

Αλλόκοτη φαντάζει η γωνιά, όπου στριμώχνονται τα αισθήματα. Σε μια

ντουλάπα η θάλασσα αργοσβήνει χωρίς κύματα. Εκεί που οι αλλαξιές

μου αναμένουν την ώρα τους.

Σε ένα ασθενικό σπουργίτι φτερά θα γίνω, και θα πετάξω .Στην πιο

κοντινή ανατολή την μέρα θα αδράξει. Ως την δύση, αηδόνι θα μοιάσει.

Να κελαηδάει θλιμμένα, να προσπερνάει εσένα. Την ιδιότροπη φαντασία

ενός αδύναμου που φοβάται. Ευωδίασε και εγώ σέρνομαι στις φοβίες

μου. Γυμνοσάλιαγκας γαρ, στερνή ανομία. Οι στιγμές της αγκάλης, με την

πιο ξέφρενη μου ζάλη είναι πικρές. Μα και φιλήδονα μοναδικές.

«Ένα γρύλο να ακούσω» εκλιπαρώ στην σιγαλιά. Και ήταν τόσο όμορφα

τα γλυκά της φιλιά. Πετάρισε ένα κλίκ, πιο δεξιά απ΄την μνήμη μου.

Κοντά στο ξημέρωμα, την πιο σκοτεινή αυγή. Μήπως οι δοξασίες μου

είναι θυσία στον θεό σου; Το ψυχρό είδωλο που βάφτισες σαν μωρό

σου. Το χρήμα.