«Ελκυστική η σήψη, γδέρνει σε κομμάτια την νιότη σου» ψιθύρισε
το θυμικό του. Εκείνος όμως έπραττε κατά τον δαίμονα εαυτού. Διένυε
τον δρόμο που είχε επιλέξει, ανεξάρτητα απ΄τις δυσκολίες που συναντούσε.
Μοναδικός και αναπάντεχος φίλος του, δεν ήταν άλλος απ΄τον χρόνο που
τον συντρόφευε στα βήματα του.
Το κοινωνικό περιβάλλον, τον είχε περιθωριοποιήσει στην γωνία της τάξης.
Αυτής της νοητής γραμμής, που οφείλουνε όλοι να ακολουθούνε ηθικά πισθάγκωνα
ώστε να μην εξοκείλουν τα κελεύσματα των εκάστοτε θεσμών. Αγαπούσε την μουσική
και με την συνοδεία μιας κιθάρας ταξίδευε, σε πόλεις, χωριά, και την φαντασία του.
Κοιμόταν σε παγκάκια, εγκαταλελειμμένα σπίτια, σπηλιές. Υπήρχανε μάλιστα μέρες, που
έτρωγε λίγο ψωμί μόνο. Μα τα χρήματα δεν τον ενδιέφεραν ουδόλως. Παρά μόνο η
«σήψη» του.
Η αντανάκλαση των «θέλω» ,στον καθρέφτη του «πρέπει». Εκείνη η ευτυχία, που βουλιάζεις
καρτερικά δίχως να σκέφτεσαι το «μετά» και το «αύριο». Το τραγούδι της «απόδρασης»
σε νησιά του ονείρου.