Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

"Ον"





1) «Γέννηση»

Ενώπιον σας απογυμνώνομαι, όντας υπάκουο παιδί της αλήθειας.

Αγαπάω την σήψη σας που με περιθωριοποίησε. Μοναδική στιγμή

φαντάζει όταν ανάμεσα στο πλήθος αμίλητος, κραυγάζω με την

ειλικρίνεια που ντύνει την «ουσία» μου.

Εκείνη την ιδιότητα, που γεννάει συνειδήσεις και μεταφέρουμε ως

τον θάνατο μας. Ον με βάφτισε η ζωή, απόκληρο τέκνο μιας προφητείας.

Η διαδρομή που περικλείει τον Κύκλο, εκείνη την κατάρα που συνοδεύει

τους ανθρώπους φως δεν υποδέχεται. Παρά σκοτάδι αντιπαλεύει τα βήματα

ως σημάδια που αφήνουν κάθε στιγμή οι πράξεις μας. Λιτή φορεσιά στο σώμα

μου η υπομονή και δισάκι στον ώμο η αντοχή που κουβαλάω ανάμεσα τους.

Τα μάτια τους, φωτιές εκτοξεύουνε με σκοπό το κακό. Ως μικρό θεό λατρεύουνε

την αδικία όταν μπορούν να πληγώσουν τον συνάνθρωπο τους.

Άστοχες κινήσεις ταξιδεύουνε την καρδιά τους, υπό το βλέμμα του εγωισμού που

τους συντροφεύει.



2) «Ενηλικίωση»

Αλήθεια που είναι ο πατέρας μου; Εκείνος που με συνόδευε δίπλα στο Κενό όταν

ως ταξιδιώτης το ανακάλυπτα; Με αγαπούσε, και ας ήμουν αερικό δίχως συναισθήματα.

Η φωνή του διαπερνούσε την κυνικότητα μου, σαν την λόγχη που τρυπάει το δέρμα.

Τραχύ το πρόσωπο του ,άτεγκτο στην φθορά του χρόνου λάτρευε τον Κύκλο της ζωής.

Μητέρα μου λείπεις πολύ, θαρρείς ήμουνα ορφανός. Σαν να ακούω την φωνή σου να με

νουθετεί κάθε που πιστεύεις ότι υποπίπτω σε λάθος.

Υπάκουο παιδί σου υπήρξα, ως μαθητής που διδάσκεται τις αξίες. Πλεόνασμα τους η

ψυχή μου συγκέντρωσε στον πόλεμο της ζωής. Γιατί είναι μάχη η κάθε μέρα που

ξημερώνει και εχθρός είναι οι πράξεις μας. Η σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας.



3) «Εαυτός»

Ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο, ορθώνεται το Εγώ. Εκείνο το είδωλο

όπου θυσιάζουμε την καλοσύνη, την αγάπη, την ανιδιοτέλεια. Στον βωμό

του το συμφέρον καίει τις πτυχές της ανθρωπιάς, αργά και η δυσοσμία του

πτώματος καλύπτει την ατμόσφαιρα της κοινωνίας.

Φυλακή ψυχών και σωμάτων, είναι η συνάθροιση των αμνών όταν ο λύκος τα

απειλεί. Ταυτίζομαι με τα δόντια του, όταν θέλω να ξεριζώσω την λογική τους.

Αυτοί με απειλούνε κάθε τόσο, που αδύναμος επιζητώ την βοήθεια τους. Και

έχουνε το λευκό χρώμα της προβιάς. Σαρκοβόρα όντα είναι κατά βάθος. Και οι

λέξεις πυκνές σαν χιόνι, πέφτουνε στις εικόνες που δημιουργεί ο εαυτός μας.

Ανημποριά, μελαγχολία, αδυναμία. Κανείς τους δεν έστρεψε το βλέμμα του

προς εμένα και ας είχα ανάγκη.



4) «Θάνατος»



Η διαδρομή έχει μία στάση ακόμα. Τον θάνατο. Φόβο μεγάλο προκαλεί το

άκουσμα του και μαύρο φαίνεται το πέπλο του. Μα ως Ον, αερικό που καλπάζει

στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ήρθε η ώρα να ξαποστάσω λίγο. Επιτύμβια

στήλη στο σώμα μου επιθυμώ, να είναι το χαμόγελο των συνανθρώπων μου.

Έστω λίγοι έκριναν φρονώ με περισυλλογή το έργο μου. Τις πράξεις λογίσανε

ως είχανε, δίχως πάθος μα με ψυχρή λογική.

Η αγωνία συνοδεύει ένα Ον στην συνέχεια του ταξιδιού. Αυτόφωτη θριαμβεύει στο

άπλετο σκοτάδι και αντηχεί στα πέρατα του αγνώστου ,τις πιο ενδόμυχες επιθυμίες

των θνητών. Επιθυμία για ζωή έχουνε, και δεν τους αδικώ. Ισα ισα που την «ουσία» τους αγαπώ.

Εγώ το αερικό, που διαπέρασε τις αισθήσεις τους. Εγώ το αερικό, που πάνω μου

θα χτιστεί ένας νέος μύθος. Μια ιστορία ειπωμένη με νέους στίχους και ήρωες.



Θάνατος..