Ο κήπος στην μικρή αυλή του, ήταν ένα καταφύγιο σκέψεων. Αγαπούσε να φροντίζει τα λουλούδια και τα κάθε λογής φυτά που ομόρφυναν τον χώρο. Η μονοκατοικία ήταν αρκετά μεγάλη, ώστε να στεγάζει την παρουσία του. Πολύ δε περισσότερο, την μοναξιά που ένιωθε, καθώς δεν είχε οικογένεια. Όμως ήταν εξοικειωμένος με αυτή την κατάσταση, και κάθε που αντιλαμβάνονταν ότι αποχρώσεις του μαύρου, τον περικύκλωναν δραπέτευε μονομιάς κατευθυνόμενος, προς έναν άλλο κόσμο σε απόσταση μερικών μονάχα βημάτων.
Εδώ και λίγες μέρες, ο συνταξιούχος κύριος Γιάννης απολάμβανε τα πρώτα σκιρτήματα του ανοιξιάτικου καιρού. Σαν ερωτευμένος έφηβος ,διατράνωνε το μέγεθος της ικανοποίησης του, απολαμβάνοντας τον πρωινό καφέ παρέα με τα κελαηδίσματα των πουλιών, και τις ευωδίες που ανέδυε ο κήπος.
Η οικία του ήταν λίγο έξω από την πόλη, και αυτό ήταν πλεονέκτημα καθώς απέφευγε την επαφή με τον θόρυβο των οχημάτων και την πολύβουη παρουσία των συνανθρώπων του. Η μόνη συντροφιά που είχε ήταν μια γάτα την οποία φρόντιζε ώστε να μην της λείπει τίποτα, και την αγαπούσε ιδιαίτερα. Πέρα από αυτό όμως, δεν είχε άλλη επιδίωξη για κοινωνική επαφή. Η αλήθεια είναι ότι η μακρόχρονη πείρα του, τον είχε συμβουλέψει ότι μόνος πιστός φίλος του ήταν οι αναμνήσεις καλές και κακές.
Το ρυτιδωμένο πρόσωπο του, και τα ροζιασμένα χέρια υποδήλωναν το πέρασμα του χρόνου . Το μάταιο ενός αγώνα που είχε διεξάγει .Η άνοιξη όμως ήταν αρκετή, ώστε να του υπενθυμίσει ότι είχε διαδεχτεί τον χειμώνα. Εκείνον της ψυχής του.