Κάθισα στο χώμα και κοίταζα την πόλη. Ψηλά και
χαμηλά κτίρια, τσιμεντένιοι όγκοι χτισμένοι πάνω στους
κορμούς των κομμένων δέντρων.
Θυμάμαι πριν από χρόνια, που ήμουν παιδί και η παρέα μου
μάλωνε με την επάνω γειτονιά. Ο πετροπόλεμος ήταν συχνός
όπως και τα «ανοιγμένα» μας κεφάλια. Το κρυφτό διαρκούσε
μέχρι αργά το βράδυ, και τα αγόρια χωριζόμασταν σε ομάδες ώστε
να παίξουμε ποδόσφαιρο. Οι χαμένοι με τους νικητές μοιραζόμασταν
τις σκέψεις μας και τις απορίες για τον κόσμο των μεγάλων. Δεν
φανταζόμασταν πόσο κοντά ήταν οι υποχρεώσεις της ωριμότητας που
έπρεπε κάποτε να αναλάβουμε.
Το αεράκι σιγά σιγά δροσίζει και δυναμώνει, χαϊδεύοντας το πρόσωπο .Είναι ώρα για να φύγω.
Τώρα πλέον μεγάλωσα. Ίσως για άλλους. Όχι για μένα.