Ήταν 06.30 Κυριακή. Στεκόμουνα μπροστά απ’το
τζάμι που θόλωνε η πάχνη. Δεν αντίκριζα τα γκρίζα κτίρια.
Δεν άκουγα τα αυτοκίνητα. Είχα τα μάτια κλειστά, μέχρι να
θυμηθώ αν ξαναέζησα τέτοιο βράδυ.
Εσύ ψιθύριζες γλυκά την αγάπη σου. Και ο ήλιος μόλις ανέτειλε.
Ήταν χειμώνας, και άνθιζε ένας σπόρος στο σώμα σου. Το παιδί
που ζητήσαμε οι δύο μας.