Ονειρεύτηκα πώς είχα για προσκεφάλι τον ουρανό. Ο πλανήτης που μεγάλωνα ήταν ένας πίνακας ζωγραφικής, που κάτω απ΄το σώμα μου ομόρφαινε τα ταξίδια «διαφυγής» μου. Όλα τα χρώματα συνδυάζονταν αρμονικά, σαν ορχήστρα που τα διεύθυνα ως μαέστρος.
Ακριβό δώρο η ζωή όταν αποφασίζεις να την απολαμβάνεις στην ουσία της.
Ονειρεύτηκα ότι οι άνθρωποι, δεν είχαν πλέον αδυναμίες. Είχαν εξαλείψει κάθε διαχωριστική γραμμή στην επικοινωνία τους, και απολάμβαναν τη συντροφιά της παρέας. Δύναμη φάνταζε η πρόθεση να δημιουργήσουν νέες συνθήκες διαβίωσης, δίχως φτώχεια, εξαθλίωση και μίσος. Θυσίασαν τον φόβο δεμένο πάνω στα ξύλα που έκαιγαν απ΄την φωτιά της εξωστρέφειας.
Ονειρεύτηκα ότι η προηγούμενη μέρα είναι το σκοτάδι. Ο ήλιος έδυσε και στη θέση του γεννήθηκε το φεγγάρι. Δίπλα του τα αστέρια διέσχιζαν τον δρόμο, που διάνοιξαν οι ενδόμυχες ελπίδες. Είχανε μορφή μωρού, και ήταν για το ψέμα παγίδες.