Οι δρόμοι αν και βράδυ, θύμιζαν έντονα ημέρα. Κάθε αλλαγή χρόνου, επιφέρει αναπόφευκτα γλέντι, χαρά, αισιοδοξία. Πλήθος κόσμου, κατευθυνόταν σε χώρους διασκέδασης ή και πλατείες ,όπου διάφοροι δήμοι διοργάνωναν εορταστικές εκδηλώσεις. Ανάμεσα στο χαρούμενο κλίμα που επικρατούσε, υπήρχε έντονα η αντίθεση ενός άντρα.
Ένα πρόσωπο συνοφρυωμένο, όπου κάτω απ΄την ζεστασιά του σκούφου και του σακακιού έκρυβε παγωνιά. Ο Τάσος περπατούσε με διάθεση, να ξεφύγει απ΄την μοναξιά του σπιτιού, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ένιωθε καλά. Κρατούσε ένα κουτί μπύρας, και το βλέμμα του διαπερνούσε καρδιές και ψυχές, λες και ακτινογραφούσε συμπεριφορές.
Κάποια στιγμή δίπλα από μια βιτρίνα καταστήματος, αντίκρισε έναν ζητιάνο ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο. Καλυπτόταν από κουβέρτες και λίγες εφημερίδες, ενώ η γέρικη κορμοστασιά του, έδειχνε αδύναμη να αντιμετωπίσει τον χλευασμό τριών νεαρών που στεκόταν από πάνω του.
O Tάσος με αποφασιστικότητα, έδιωξε τους ενοχλητικούς επισκέπτες και έσκυψε ώστε να του κρατήσει το χέρι. Πίσω απ΄την γκρίζα γενειάδα του, πρόβαλλε ένα ασθενικό χαμόγελο. Tόσο ώστε να κατορθώσει να ψελλίσει λίγες λέξεις.
«Σε ευχαριστώ». Το νέο έτος φανέρωνε τις προθέσεις του, ώστε να ενώσει σε μια φιλία δύο διαφορετικές ως τότε προσωπικότητες.