Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Αγαπημένη συνήθειά του, ήταν να βαδίζει κατά μήκος της ακρογιαλιάς, λίγες δεκάδες μέτρα μακρύτερα απ΄την μονοκατοικία που διέμενε. Δεν τον ενδιέφερε αν είχε καλό ή κακό καιρό, αν ήταν χειμώνας ή καλοκαίρι.
Την ησυχία του τοπίου, συντρόφευαν οι σκέψεις και οι προβληματισμοί που τον διακατείχαν λόγω της καθημερινότητας. Ως άνεργος, γνώριζε πολύ καλά ότι το αύριο ήταν μια περιπέτεια, ενώ το χθες μια σκληρή μάχη με την πραγματικότητα. Ακόμα χειρότερα όμως, ήταν η αβεβαιότητα του παρόντος.
Αδυσώπητος είναι ο χρόνος, όταν στέκεται απέναντι στις προθέσεις και τις διαθέσεις ενός ανθρώπου. Και εκείνος ένιωθε να βουλιάζει στην άμμο, όπως τα όνειρα που δεν εκπληρώνονται. Ήλπιζε μονάχα στη λάμψη της ελπίδας, που διασχίζει μεμιάς το νου, αλλά γρήγορα γίνεται απατηλή επιθυμία.
Ούτε το φεγγάρι δεν χωρούσε τα συναισθήματα του εκείνο το βράδυ κρεμασμένο όπως ήταν στον ουράνιο θόλο. Γύρευε έναν κόσμο άγνωστο να ξεφύγει και να ξαπλώσει στις διαστάσεις του. Να κλείσει τα μάτια, και να ονειρευτεί την ομορφότερη μέρα που θα ξημερώσει.